Αθανάσιος Καρπενησιώτης
Του Κλεομένη Κουτσούκη, Ομότιμου Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης.
Η Ευρυτανία ολόκληρη συνέβαλε στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας του 1821, όχι μόνο με όσους Ευρυτάνες πολέμησαν τους Τούρκους εδώ πάνω στα βουνά της Ευρυτανίας, της Ρούμελης και στα υπόλοιπα εδάφη της επαναστατημένης Ελλάδας, αλλά και Ευρυτάνες της διασποράς, οι οποίοι όπου βρέθηκαν έσπευσαν να πάρουν τα όπλα και να πολεμήσουν για τον ίδιο αυτό ιερό σκοπό.
Έτσι πολλοί Ευρυτάνες της διασποράς διέπρεψαν όχι μόνο στο εμπόριο ως επιχειρηματίες και οικονομικοί παράγοντες, όπως Σιδερίδες ή ως λόγιοι και κληρικοί, όπως οι Βουτυράδες αλλά και ως στρατιωτικοί, κορυφαία μορφή των οποίως υπήρξε ο Αθανάσιος Καρπενησιώτης.
Τα ποικίλα βιογραφικά και ιστορικά λεξικά διευκρινίζουν το αρχικό οικογενειακό όνομα του Αθανάσιου Καρπενησιώτη ήταν Φλέγγας ή Φλεγγόπουλος ή Φουρλίδας. Είναι γνωστό βέβαια ότι γεννήθηκε εδώ στον Άγιο Ανδρέα Καρπενησίου το 1780 και ότι μικρός, ίσως 12ετής, όπως ήταν συνήθεια τότε, μετανάστευσε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, ίσως λόγω της απασχόλησής του με επισκευές τουφεκιών, πήρε το παρατσούκλι Τουφεκτσής, με το οποίο αναφέρεται συχνά. Αλλά το όνομα με το οποίο έμεινε στην ιστορία, δοξάστηκε και δόξασε την ιδιαίτερη πατρίδα του είναι το Καρπενησιώτης, όνομα που προδίδει τον τόπο καταγωγής του. Ένα προσωνύμιο που δινόταν συχνά ιδιαίτερα στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, όπου μετέβηκε για καλύτερη τύχη λίγα χρόνια αργότερα.
Έτσι μετά την Κωνσταντινούπολη, στις αρχές του 19 ου αι. εγκαταστάθηκε στο Ιάσιο, όπου ασχολήθηκε με την ενοικίαση κτημάτων. Εκεί τον βρίσκει το μεγάλο γεγονός των αρχών του 19 ου αι. όπως θεωρείται η έκρηξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου τον Δεκέμβριο του 1806. Την εποχή εκείνη που ο Αθανάσιος Καρπενισιώτης διήνυε την Τρίτη δεκαετία της ζωής του, ο πρίγκιπας Αλέξανδρος Υψηλάντης υπηρετούσε ως αξιωματικός στο Ρωσικό στρατό. Υπό την ιδιότητά του αυτή ο Υψηλάντης οργάνωσε ένα στρατιωτικό σώμα εθελοντών, γνωστό με το όνομα «Ελληνική Λεγεώνα». Αρχικά το σώμα αυτό αριθμούσε 300 με 400 αλλά τελικά έφθασε να έχει 1500 Βαλκάνιους, μεταξύ των οποίων οι περισσότεροι ήταν Έλληνες. Πολλοί απ' αυτούς προέρχονταν απ' τις περιοχές της νότιας Ρωσίας και τις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Στους καταλόγους των μελών του σώματος αυτού αναφέρεται και το όνομα του Αθανάσιου Καρπενησιώτη με το βαθμό του χιλίαρχου, δηλ. του λοχαγού. Στη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου αυτός ο στρατός του Αλ. Υψηλάντη, με επικεφαλής τον Αθανάσιο Καρπενησιώτη, τον Πάγκαλο και τον Μίγγλερη τον Πελοποννήσιο, ενώθηκαν με τα ρωσικά στρατεύματα και πολέμησαν γενναία τους Τούρκους στις όχθες του ποταμού Δούναβη.
Ιστορικά συγγράμματα του αποδίδουν και άλλα προσωνύμια σχετικά με τον ευρύτερο τόπο καταγωγής τους όπως: Αιτωλός Αθανάσιος, ο εξ Αγράφων στρατηγός (Πουκεβίλ), ο Αιτωλός οπλαρχηγός (Καρολίδης) κ.ά.
Λίγα χρόνια αργότερα και πριν ακόμη τελειώσει ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, το 1810, ο Αθανάσιος Καρπενησιώτης, ως σημαιοφόρος πλέον του ρωσικού στρατου, επέδειξε εξαιρετική γενναιότητα και ηρωισμό, ιδιαίτερα κατά την πολιορκία της κωμόπολης Σέλιστα και τη σφαγή που επακολούθησε. Για τον ηρωισμό του αυτό αλλά και γενικότερα για τη λαμπρή καριέρα του ως αξιωματικός του ρωσικού στρατού προήχθη στο βαθμό του συνταγματάρχη και του απονεμήθηκε το παράσημο του Αγίου Βλαδίμηρου.
Με το τέλος του ρωσοτουρκικού πολέμου, που σφραγίστηκε με την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου το 1812, τα ρωσικά στρατεύματα αποσύρθηκαν από τις Ρουμανικές ηγεμονίες (Μολδαβία, Βλαχία, Βεσσαραβία). Επί τάπητος ήταν μια νέα αποστολή. Έπρεπε να σπεύσουν να αντιμετωπίσουν τα στράτευμα του Μεγάλου Ναπολέοντα, που βάδισαν απειλητικά εναντίον της Ρωσίας.
Στην εκστρατεία αυτή η «Ελληνική Λεγεώνα» του Αλέξανδρου Υψηλάντη υπαγόταν στο Ρώσο στρατηγό Μηλοράντοβιτς, ο οποίος συνέβαλε με τις δυνάμεις αυτές στην οπισθοχώρηση του Ναπολέοντα από τη Μόσχα. Γνωρίζουμε ότι στον πόλεμο αυτό και συγκεκριμένα στη μάχη της Δρέσβης, ο Υψηλάντης έχασε το ένα του χέρι. Δεν έχουμε τεκμήρια αλλ' είναι πολύ πιθανό ότι κατά τις επιχειρήσεις για την εκδίωξη του Ναπολέοντα από τη Ρωσία να έλαβε μέρος και ο ίδιος ο Καρπενησιώτης. Στα χρόνια που ακολούθησαν την αποχώρηση του Ναπολέοντα, ο Αθανάσιος Καρπενησιώτης συνδέθηκε ακόμη περισσότερο με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, μυήθηκε από αυτόν και έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας το 1818, ενστερνιζόμενος πλέον το όραμα για την ελευθερία του Γένους. Έτσι, όταν στις 5 Μαρτίου 1821 ο Υψηλάντης διαβαίνει τον ποταμό Προύθο, υψώνοντας τη σημαία της Επανάστασης και μπαίνει στο Ιάσιο, όπου του επιφυλάσσεται μεγαλειώδης υποδοχή, ο Θανάσης Καρπενησιώτης βρίσκεται δίπλα του.
Στην προκύρηξη που εξέδωσε ο Υψηλάντης μόλις μπήκε στο Ιάσιο, κάνει έκκληση στους Έλληνες να δράξουν τα όπλα και να πολεμήσουν «για την πίστη και την πατρίδα ενάντια στους άπιστους». Όπως μας πληροφορεί ο εθνικός ποιητής της Ρωσίας, ο Αλέξανδρος Πούσκιν, γνωστός για τα φιλελληνικά του αισθήματα τότε «ο Ρώσος πρόξενος και ο Υψηλάντης ανέλαβαν αμέσως τη διοίκηση της πόλης. Οι Έλληνες άρχισαν να συγκεντρώνονται μαζικά κάτω από τις σημαίες του». Εξέδωσε προκηρύξεις που γρήγορα έφτασαν παντού και οι οποίες διακήρυτταν ότι: «ο φοίνικας της Ελλάδας θα αναγεννηθεί από τις στάχτες του, ότι η ώρα της πτώσης της Τουρκίας έχει φθάσει και ότι μια μεγάλη δύναμη (υπονοώντας τη Ρωσία) εγκρίνει τη μεγαλοπρεπή αυτή πράξη» (Φαρσόλας σελ. 72).
Στις 2 Απριλίου 1821, που ο Υψηλάντης αποσύρεται στην κωμόπολη Τιρκοβίστα, έχοντας εμπιστοσύνη στον πατριωτισμό και στην ανδρεία του Αθανασίου Καρπενησιώτη του αναθέτει την οργάνωση στρατιωτικού σώματος για την οχύρωση και προστασία του Γαλατσίου. Έτσι ο Αθανάσιος Καρπενησιώτης αναλαμβάνει να υπερασπιστεί την πόλη του Γαλατσίου, που απειλούσαν να καταλάβουν οι Τούρκοι προελαύνοντες με χιλιάδες στρατού από τη Βραϊλα. Είναι η πρώτη μεγάλη σύγκρουση με τους Τούρκους στην οποία ο Αθανάσιος Καρπενησιώτης θα διακριθεί για την τολμη του, την στρατιωτική του ευφυϊα και τη γενναιοψυχία του. Στη σύγκρουση που ακολούθησε για την άμυνα του Γαλατσίου, ο Ευρυτάν ήρωας, γράφει ο ιστορικός Φιλήμων, «τίμησε το ελληνικόν όνομα και διορισμόν του υπό (του) Υψηλάντου». Κατάφερε ενόψει του επικείμενου κινδύνου να αυξήσει τη στρατιωτική του δύναμη από 60 άνδρες σε 600 και με τους άντρες αυτούς να καταλάβει τρεις προμαχώνες έξω από την πόλη του Γαλατσίου. Αφήνοντας τους 400 άνδρες του μέσα στην πόλη, μετακινεί τους υπόλοιπους 200 και τους κατανέμει στους τρεις προμαχώνες. Ο ίδιος επιλέγει και τίθεται επικεφαλής του προμαχώνα που έβλεπε προς το δρόμο της Βραϊλα απ' όπου ερχόταν ο Τουρκικός στρατός. Αυτόν τον προμαχώνα κατάφερε να τον κρατήσει μόνος του με 45 άνδρες, ενώ οι άλλοι δυο δεν μπόρεσαν να αντέξουν στο φοβερό καταιγισμό των Τουρκικών κανονιών. Αλλά και οι Τούρκοι είχαν πολλές απώλειες που προκλήθηκαν από τα πυρά του προμαχώνα του Καρπενησιώτη. Από τα πυρά του ίδιου του Καρπενησιώτη σκοτώθηκε και ο ανεψιός του Τούρκου στρατηγού Περκόφτσαλη, που οδηγούσε τον τουρκικό στρατό. Στις απανωτές εκκλήσεις του Τούρκου βεζίρη προς τον Καρπενησιώτη να παραδοθούν οι Έλληνες ως απάντηση δέχθηκε τους σφοδρούς πυροβολισμούς από τον προμαχώνα του Καρπενησιώτη. Ωστόσο επειδή η πολιορκία της πόλης έπαιρνε δυσάρεστη εξέλιξη για τους Έλληνες, επειδή αρκετοί από τους υπερασπιστές της εγκατέλειπαν τις θέσεις τους άρχισαν και στον προμαχώνα του Καρπενησιώτη να σκέφτονται πώς θα καταφέρουν να διαφύγουν μέσα από τις ζώνες του εχθρού, που τους είχε περικυκλώσει. Τότε φάνηκε η τόλμη και η ευστροφία του του Θανάση Καρπενησιώτη που επινόησε ένα τολμηρό τέχνασμα διαφυγής τους. Σύμφωνα με το σχέδιό του, οι Έλληνες υπερασπές λίγο πριν ξημερώσει άρχισαν να ρίχνουν τις κάπες των προς τη μεριά των Τούρκων. Οι Τούρκοι νομίζοντας ότι οι Έλληνες τους επιτίθενται άρχισαν να πυροβολούν τις κάπες, ενώ οι έλληνες γλιστρούσαν από μια μικρή δίοδο του προμαχώνα. Για να τους μπερδέψει ακόμη περισσότερο ο Καρπενησιώτης άφησε αναμμένα φυτίλια στα τηλεβόλα όπλα που άφηνε πίσω του. Αυτά έπαιρναν το ένα μετά το άλλο φωτιά, ρίχνοντας βολές κατά των Τούρκων και δίνοντας την εντύπωση στους Τούρκους ότι οι Έλληνες ήταν ακόμη εκεί, ενώ αυτοί είχαν απομακρυνθεί σώοι, χάρις στο στρατιωτικό τέχνασμα του Καρπενησιώτη.
Δυστυχώς, παρά την ηρωική αυτή φυγή του Καρπενησιώτη και των στρατιωτών του, μέσα στην πόλη του Γαλατσίου έγινε μεγάλη σφαγή και η πόλη λεηλατήθηκε και πυρπολήθηκε από το στρατό του Περκόφτσαλη.
Στις 11 Μαϊου 1821 τον βρίσκουμε να ηγείται 300 πεζών και 500 ιππέων στην περιοχή της Στίγκας, κοντά στον Προύθο ποταμό. Μαζί με τους άλλους συναρχηγούς οχυρώνονται στο Σκουλένι, που βρίσκεται δεξιά του ποταμού Προύθου απέναντι στο Ρωσικό στρατιωτικό παρατηρητήριο.
Η δεύτερη ιστορική μάχη στην οποία πρωτοστάτησε και δοξάστηκε περνώντας στην αθανασία ο Αθανάσιος Καρπενησιώτης, ήταν η μάχη που δόθηκε στο Σκουλένι, στις 17-6-1821. Όπως γράφει ο Ακαδημαϊκός Διονύσιος Κόκκινος (στην Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης) οι επικεφαλής της ελληνικής δύναμης «αφού οχύρωσαν το Σκουλένι, με τους ολίγους που τους απόμειναν, έπειτα κοινώνησαν των Αχράντων μυστηρίων και έφαγαν αντί άρτου αντίδωρον, μεταξύ τους ακούσθηκαν να λένε: Αυτή είναι η στερνή μας τροφή» (Κόκκινος σ. 240).
Οι οπλαρχηγοί Αθανάσιος Καρπενησιώτης, Ιωάννης Κοντογόνης, Γεώργιος Σοφιανός κ.ά. είχαν αποφασίσει ή να εκτοπίσουν από εκεί τους Τούρκος και να διατηρήσουν την περιοχή της Βεσσαραβίας ή να αποθάνουν μαχόμενοι. Με αυτούς ενώθηκαν σε λίγο και 400 Έλληνες ναύτες υπό τον πλοίαρχο Λουκά Βαλσαμάκη, που εγκατέλειψαν το πλοίο τους στην Οδησσό για να βοηθήσουν τους εξεγερμένους της Μολδαβίας. Δυστυχώς ο πρίγκιπας Γ. Κατακουζηνός και ο Καραβίας, στους οποίους ο Υψηλάντης είχε εμπιστευθεί την υπεράσπιση της πόλης, εγκατέλειψαν τόσο τον Αθ. Καρπενησιώτη, όσο και τους δικούς τους στρατιώτες και πέρασαν στην περιοχή που ήλεγχε ο ρωσικός στρατός για να γλιτώσουν από τους Τούρκους. Ο Καρπενησιώτης μαζί με τους άλλους Φιλικούς έμειναν για να αντιμετωπίσουν την προέλαση 15 περίπου χιλιάδων Τούρκων. Αρχηγός όλων των Ελλήνων ορίστηκε ο Αθανάσιος Καρπενησιώτης. Προσπαθώντας ο Καρπενησιώτης να πείσει τους ομοεθνείς συμπολεμιστές του και προτρέποντάς τους να μη διστάσουν να προχωρήσουν στην κατά μέτωπο σύγκρουση με τις υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις, τους λέει χαρακτηριστικά: «Πως θέλομεν ιδεί τους ομογενείς μας κάτω εις την Γραικίαν όταν μάθωσιν ότι εστρέψαμεν τα νώτα εις τον Τούρκον;» Όπως κατέθεσε αργότερα ένας επιζήσας συμπολεμιστής του: «ο ακούραστος και αγαθός πατριώτης χιλίαρχος Αθανάσιος (Καρπενησίωτης) εφρόντιζε καθ' ημέραν να φέρει εις ευταξία και υπακοήν τους στρατιώτας μας αλλ' εις μάτην».
Η σύγκρουση, που ήταν σφοδρή, έγινε στις 17 Ιουνίου 1821. Τους επιτέθηκε πρώτος ο Κεχαγιάμπεης με δυο χιλιάδες πεζούς, τέσσερις χιλιάδες ιππείς και έξι κανόνια. Ευτυχώς και οι Έλληνες είχαν οχυρωθεί με κανόνια που αρχικά κατάφεραν να επιφέρουν σοβαρές απώλειες στις τάξεις του τουρκικού στρατού. Όπως μας πληροφορεί και πάλι ο ιστορικός Διονύσης Κόκκινος: «Ο Απόστολος Σταύρακας με κατόν Κρήτας και Ηπειρώτας, κατόρθωσε να φέρη σοβαράν φθοράν εις τας τουρκικάς τάξεις. Το ελληνικόν πυροβολικόν είχεν μεγάλη επιτυχίαν. Διεκρίνοντο οι διασκορπιζόμενοι από κάθε κανιοβολισμόν Τούρκοι και τούτο προκαλούσε τας κραυγάς των μαχομένων Ελλήνων.
Ετσάκισαν τα βρωμόσκυλα, ετσάκισαν».
Οι Ρώσοι, που έμειναν αμέτοχοι, όσο ο αγώνας δεν διεξαγόταν σε δικό τους έδαφος, παρακολουθούσαν από την απέναντι όχθη με ακράτητο ενθουσιασμό θαυμάζοντας τον ηρωισμό και την αρχική επιτυχία των Ελλήνων. Δυστυχώς όμως μετά την επέμβαση του τουρκικού ιππικού η κατάσταση έγινε δυσχερέστατη για τους αμυνόμενους Έλληνες. Παρ' όλο που τους θέριζαν οι σφαίρες και οι σπάθες των Τούρκων, δεν σταμάτησαν ούτε στιγμή να επιτίθενται, αλλ' έπεφταν γενναία ο ένας μετά τον άλλον. Πρώτοι έπεσαν οι επικεφαλής: ο Κόντος, ο Ίντες ο Σταύρακας, ο Δάγκλιστρος, ο Σφαέλλος, ο Βαλσαμάκης, ο Κοντογόνης, ο Σοφιανός. Μαζί τους έπεφταν μαχόμενοι γενναία και οι άνδρες τους. Μόνο ο Καραγιώργης διασώθηκε αν και πληγωμένος περνώντας στην απέναντι όχθη. Ανάμεσα στους λίγους άνδρες που μάχονταν ακόμη έμεινε όρθιος και καταπληγωμένος να πολεμάει ο αρχηγός του Σώματος των Ελλήνων Αθανάσιος Καρπενησιώτης. Όταν ο γενναίος καπετάνιος έρριξε και τις τελευταίες βολές ενάντιων των Τούρκων, πέταξε τα δυο πιστόλια του στον ποταμό. Ύστερα κραδαίνοντας το σπαθί του όρμησε εναντίον των Τούρκων και αφού έσφαξε άλλους δυο, έπεσε νεκρός. Έτσι όλοι οι υπερασπιστές του Σκουλενίου έπεσαν νεκροί και μόνο λίγοι τραυματισμένοι σώθηκαν που μεταφέρθηκαν στην απέναντι όχθη.
Όπως γράφει ο Κόκκινος στην Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως «η μάχη αυτή δεν έχει ανάλογη εις τας σελίδας του Αγώνος ως προς την εκδήλωσιν ομαδικής ανδρείας και ηρωικής αντιμετωπίσεως βεβαίου θανάτου, παρά μόνον την μάχην του Αθανάσιου Διάκου εις την γέφυρα της Αλαμάνας και του Παπαφλέσσα εις το Μανιάκι» (σελ. 242).
Κρίνοντας ο ιστορικός Φιλήμων τις δυό μάχες που έλαβε μέρος ο Αθανάσιος Καρπενησιώτης, δηλ. του Γαλατσίου και του Σκουλενίου θα γράψει: «Και η μια και η άλλη τούτων, επικεφαλής φέρουσα τον Αθανάσιο Καρπενησιώτη, παρέδωκαν εις την ιστορίαν του Ελληνικού Αγώνος έντιμο και ευκλεές το όνομα του ανδρός αυτού, ως αποδείξαντος τι δύναται ο πατριωτισμός και η ανδρεία ενός αρχηγού μεγάλου ή μικρού σώματος, καίτοι αντιτασσομένου εναντίον πολλών και καλώς συγκεκροτημένων πολεμίων!».
Ο ίδιος συνδέοντας πάλι τον θάνατο του Αθανάσιου Καρπενησιώτη με τον θάνατο του Αθανάσιου Διάκου, θα πει χαρακτηριστικά: «Περιέργως δε δύο Στερεοελλαδίται ομώνυμοι, ο μεν Δωριεύς, ο δε Ευρυτάν, ο πρώτος εν ταις ελληνικαίς Θερμοπύλαις κατά την 23ην Απριλίου και ο δεύτερος εν των Μολδαβικώ Σκουλενίω κατά την 17ην Ιουνίου του αυτού έτους, παραλληλίζονται κατά τε το πατριωτικόν πνεύμα και την μεγάλη στρατιωτική καρδίαν, δι ής ηγωνίσθησαν σταθερώς και εθυσιάσθησαν ενδόξως. Ιδίως δε ισοτίμους καθιστώσιν αμφοτέρους η περι της προσωπικής σωτηρίας ηρωική άρνηση, τον μεν Αθανάσιον Διάκο κατά το τέλος της μάχης, τον δε Αθανάσιον Καρπενησιώτην προ της ενάρξεως της μάχης» (σελ.198).
Μπορούμε να προσθέσουμε σήμερα με πατριωτική υπερηφάνεια ότι όπως ο Αθανάσιος Διάκος έτσι και ο Αθανάσιος Καρπενησιώτης ζει και θα ζει αιώνια ως σύμβολο φιλόπατριας και ηρωισμού.
<<< ΠΙΣΩ ΣΤΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΧΑΡΤΗ <<<