Αντώνης Κατσαντώνης.
16. Οι συνέπειες του θανάτου του.
Ο χαμός του Κατσαντώνη είχε καταλυτικές συνέπειες για το προεπαναστατικό αντάρτικο κατά του κατακτητή. Ο Κώστας Λεπενιώτης που αναγνωρίστηκε ως αρχηγός των κλεφταρματολών, αποδείχτηκε αντάξιος διάδοχος του αδερφού του. Συνέχισε τον αγώνα κατά του Αλή και μάλιστα το Μάιο του 1809, στη μάχη της Παπαδιάς, κοντά στους Δομιανούς Ευρυτανίας, ο δερβέναγας Σουλεϊμάν Τότης χάνει εξήντα άνδρες και σκοτώνεται ο ίδιος. Οι Έλληνες είχαν μόνο πέντε τραυματίες.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Δ. Λουκόπουλος, υποστηρίζει πως όταν ο Κατσαντώνης αρρώστησε βαριά και αποσύρθηκε στη σπηλιά, έχρισε αρχηγό των ανδρών του τον Γ. Καραϊσκάκη, σε περίπτωση που θα χανόταν ο ίδιος.
Πάντως, το κενό που άφησε πίσω του ο Κατσαντώνης υπήρξε πελώριο. Όσο κι αν έχει κάποια δόση αλήθειας η ρήση σύμφωνα με την οποία «τα νεκροταφεία είναι γεμάτα από αναντικατάστατους», στην περίπτωση του Κατσαντώνη δεν ισχύει. Το μεγαλείο του χαρακτήρα του και της παλικαριάς του, η ευφυϊα του και η εκρηκτική προσωπικότητά του δεν απαντώνται εύκολα. Αν και οι γραμματικές του γνώσεις πρέπει σίγουρα να ήταν λιγοστές, είχε το χάρισμα να εμπνέει και να πείθει. Ο Κατσαντώνης έγινε λάβαρο και σύμβολο της σκλαβωμένης πατρίδας και δίκαια θεωρείται από τους πρωτεργάτες της εθνικής παλιγενεσίας.
Χαρακτηριστική είναι και εδώ η τοποθέτηση του Δ. Σταμέλου: «Ο Κατσαντώνης πέρασε μέσα από τις καρδιές σα σκίρτημα λυτρωμού, σαν αγέρας ολόδροσος, γιομάτος ζωή και θέριεψε τη δύναμη για τον αγώνα και τη δίψα για τη λευτεριά. Ήταν από κείνους που προετοίμασαν το Εικοσιένα, ένα αιώνιο σύμβολο παλικαριάς, πολεμιστής κάθε δεσποτισμού και τυραννίας, δημιουργικό κήρυγμα της αβασίλευτης ομορφιάς του ελεύθερου ανθρώπου».
Ασφαλώς ο σημαντικός συγγραφέας, όταν λέει «πολεμιστής κάθε δεσποτισμού», εννοεί κυρίως τους θλιβερούς κοτζαμπάσηδες, τους συμβιβασμένους με τον κατακτητή, που δυνάστευαν κι αυτοί το λαό και απομυζούσαν το βιός του.
Γι’ αυτό μετά την εξόντωση του Κατσαντώνη, έστω και αν γιγαντώθηκε το μίσος κατά του τυράννου, άρχισε σταδιακά, αλλά σταθερά να φυλλορροεί το αντάρτικο κίνημα κατά του εχθρού.
Από τη μια μεριά ο Αλής, με ραδιουργίες, υποσχέσεις, κατατρεγμούς, τρομοκρατία, αλλά κυρίως με την τακτική του να σπέρνει τη διχόνοια στους κλέφτες και από την άλλη οι ελεεινοί κοτζαμπάσηδες, έφεραν την αποδυνάμωση και ουσιαστικά τη διάλυση των κλεφταρματωλών. Οι λίγες ομάδες των κλεφτών που απέμειναν δεν ήταν πλέον σε θέση να προστατεύσουν τους κατοίκους, ούτε από τους δερβεναγάδες, αλλά ούτε και από τους διεφθαρμένους κοτζαμπάσηδες.
Για ένα διάστημα, ο Λεπενιώτης με τους άνδρες του, αντιμετωπίζοντας μεγάλη πίεση από τον Αλή που έστειλε εναντίον του πολλές δυνάμεις, αναγκάστηκε να πάει για λίγο στα Επτάνησα.
Εκεί τέθηκε στη διάθεση του Άγγλου Ρ. Τζόρτζ και μαζί με τον Κολοκοτρώνη, τον Καραϊσκάκη, τον Τσόγκα, τον Φραγγίστα κ. ά. πολιόρκησαν τη Λευκάδα που τότε κατείχαν οι Γάλλοι.
Αργότερα, ο Λεπενιώτης αναγκάστηκε να δεχτεί το αμαρτολίκι των Αγράφων που του πρότεινε ο Αλής, όπως έκαναν και οι άλλοι κλέφτες (ο Καραϊσκάκης τη Σάμη, ο Τόγκας τη Ρεντίνα) κ.λ.π. Όμως δεν ήταν αρεστός των κοτζαμπάσηδων, οι οποίοι συνωμότησαν εναντίον του. Έτσι, όταν ο Λεπενιώτης πήγε στο Φουρνά Ευρυτανίας, ο πανούργος και ύπουλος κοτζαμπάσης Γιαννάκης Κωστάκης, συνεννοημένος με τους αγάδες, του έστησαν παγίδα.
Όπως γράφει ο αγωνιστής Κώστας Γαλλής, μυημένος στη Φιλική Εταιρία, όταν ο κοτζάμπάσης έμαθε ότι ο Λεπενιώτης θα επισκεφθεί το Φουρνά, άρχισε να τον εξυμνεί, ενώ του παράγγειλε με έμπιστους ανθρώπους του, ότι θα προσποιείται τον εχθρό του, λόγω της επίσημης θέσης του και να μην παρεξηγηθεί!
Ήταν ανήμερα του Πάσχα, ημέρα της αγάπης, όταν ο Λεπενιώτης έφτασε στην πλατεία του Φουρνά, με δύο μόνο συντρόφους του και μάλιστα άοπλους, με σκοπό να συναντήσει το Γιαννάκη. Χαιρετούσε τον κόσμο και στάθηκε στην κορυφή της σκάλας για να δει τον πύργο του κοτζάμπαση. Ξαφνικά ακούγεται ένας πυροβολισμός και η φωνή του ηρωικού Κλέφτη: «Μ’ έφαγαν τα σκυλιά».
Οι μαρτυρίες και η παράδοση θέλουν ως δολοφόνο του Κώστα Λεπενιώτη τον Νίκο Θέο, που καταγόταν από το χωριό Χρύσω Ευρυτανίας.
Η δημοτική ποίηση απαθανάτισε τον Λεπενιώτη, ενώ το όνομά του δόθηκε στην πλατεία του Φουρνά.
Το πιθανότερο είναι, ότι η αδερφοκτόνος εκείνη δολοφονία του, έγινε το 1819.
Έτσι έσβησαν οι αδάμαστοι Κατσαντωναίοι, αλλά η μνήμη τους έμεινε αθάνατη. Η προσφορά τους στον εθνικό αγώνα υπήρξε πελώρια, ανεκτίμητη.
Ο Μακρυγιάννης τους αποκάλεσε «μαγιά της λευτεριάς», που την κρατήσαν ξυπόλυτοι και γυμνοί στα βουνά και τις ερημιές για να μην χαθεί. Είχαν συντρόφους τους τ’ άγρια θηρία και τα φίδια και προστάτη μόνο το Θεό.
Ο Κατσαντώνης και τα παλικάρια του, διαφύλαξαν την πατροπαράδοτη αγάπη για την ελευθερία και την ανεξαρτησία και απολάκτισαν τη ρετσινιά του ραγιαδισμού, πολεμώντας τον αδίστακτο και κτηνώδη κατακτητή, αλλά και τους προσκυνήμενους συνεργάτες του.
Οι αγνοί και ανυπότακτοι εκείνοι ήρωες, απαρνήθηκαν κάθε φυσικό συναίσθημα και όλες τις χαρές της ζωής.
Έζησαν κάτω από ανείπωτες κακουχίες. Υπέστησαν απίστευτα βασανιστήρια. Περιφρόνησαν τον θάνατο. Τελικά, έχυσαν και το αίμα τους για την πατρίδα, αλλά η ελληνική πολιτεία δεν έστερξε να αφιερώσει έστω και δύο σειρές στα σχολικά βιβλία για το έργο τους, ειδικότερα όμως για τον κορυφαίο, τον αδάμαστο και ασυμβίβαστο Κατσαντώνη.
<<< Προηγούμενη <<<
<<< Περιεχόμενα >>>