Αντώνης Κατσαντώνης.
10. Επιστροφή στα βουνά των Αγράφων.
Η ευλογιά «χτυπά» τον αδάμαστο Κλέφτη.
Ο Κατσαντώνης επέστρεψε στην περιοχή των Αγράφων και μαζί με τον Κίτσο Μπότσαρη συνέχισε τον αγώνα κατά των Τούρκων, στην Ευρυτανία, στη Θεσσαλία και την Ακαρνανία, προξενώντας μεγάλη φθορά στο στρατό του Αλή πασά.
Σε αντίθεση όμως με τον Κατσαντώνη, κάποιοι καπετάνιοι προτίμησαν να φύγουν στα Επτάνησα, γιατί είχαν πυκνώσει οι επιδρομές των ορδών του Αλή. Τότε ο μεγάλος πολέμαρχος των Αγράφων επιδίωξε να εμψυχώσει τον κόσμο και να μεγαλώσει τις δυνάμεις του, με απώτερο σκοπό να χτυπήσει τον ίδιο τον Αλή, στα Γιάννενα!
Το παράτολμο αυτό σχέδιο έμελλε να μην πραγματοποιηθεί ποτέ. Οι περιστάσεις και η μοίρα δεν του το επέτρεψαν. Πάντως, δεν έμεινε άπραγος...
Τον Ιανουάριο του 1808 στο δρόμο του έλαχε πάλι ο «άτυχος» Χασάν Μπελούσης, τον οποίο είχε τσακίσει στου Πουλιού τη Βρύση. Ο Κατσαντώνης διανυκτέρευε με τους άνδρες του στη Σπινάσα, το σημερινό χωριό Νεράιδα, του δήμου Δολόπων.
Ένα βράδυ που το κρύο ήταν ανυπόφορο, ο Μπελούσης φτάνει στη Σπινάσα και καθώς περίμενε να βγουν οι χωρικοί να τον αποδεχτούν και να τον φιλοξενήσουν, μαζί με τους 300 άνδρες του, όπως γινόταν συνήθως, τον υποδέχτηκαν με καταιγισμό πυροβολισμών οι Κατσαντωναίοι.
Οι Τούρκοι, αν και πανικόβλητοι, αντιστάθηκαν σθεναρά, τουλάχιστον για μια ώρα. Οι Κατσαντωναίοι όμως που χτυπούσαν στο ψαχνό, τους έτρεψε σε φυγή και τους κυνήγησαν μέχρι το Μέγδοβα, το ποτάμι που βρίσκεται στους πρόποδες του χωριού. Ο Μπελούσης έχασε τουλάχιστον σαράντα άνδρες, ενώ σκοτώθηκε ένα παλικάρι του Κατσαντώνη και πληγώθηκαν τέσσερα.
Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου ο Κατσαντώνης αρρώστησε βαριά. Οι συνεχείς μάχες, οι κακουχίες και η σκληρή ζωή των κλεφτών τον είχαν κάνει πραγματικό ράκος. Του ήταν ολότελα αδύνατο ν’ ακολουθεί τους άνδρες του, οι οποίοι τον μετέφεραν πλέον στους ώμους τους.
Ο εμπειρικός γιατρός του, του συνέστησε να πάει στη Λευκάδα για να τον εξετάσουν Ευρωπαίοι γιατροί. Το εγχείρημα αυτό όμως εγκυμονούσε πελώριους κινδύνους. Για να φτάσει από τ’ Άγραφα στη Λευκάδα έπρεπε να περάσει από το Ξερόμερο και το Βάλτο, μέρη που τ’ ασκέρια του Αλή πασά περιδιάβαιναν τακτικά και ήταν εύκολο ν’ αναγνωριστεί.
Επειδή όμως η ζωή του κρεμόταν από μια κλωστή αποφάσισε να κάνει το μακρινό και επικίνδυνο ταξίδι. Πολλές φορές από τύχη δεν έπεσε στα χέρια των εχθρών του γι’ αυτό, όπως γράφει ο Yemeniz, οι χρονικογράφοι της εποχής ανάφεραν ότι τον προστάτεψε η ίδια η Παναγία.
Οι φροντίδες των γιατρών αναστήλωσαν το ηθικό και τις δυνάμεις του, αλλά δεν τον κρατούσε ο τόπος, τον Κατσαντώνη. Ήθελε να ξαναγυρίσει στ’ Άγραφα, να ξαναπιάσει τ’ άρματα. Οι γιατροί του έλεγαν ότι δεν είχε γίνει τελείως καλά και ο οργανισμός του δεν θ’ άντεχε σε νέες ταλαιπωρίες.
Ο Κατσαντώνης δεν άκουγε κανέναν και τίποτα. Την άνοιξη (1808) ξαναγύρισε στ’ αγαπημένα του βουνά, αλλά η κατάστασή του, αντί να καλυτερεύσει, επιδεινώθηκε. Ο λεοντόκαρδος πολεμιστής είχε προσβληθεί από την «άτιμη» αρρώστια, την ευλογιά.
Όλοι σχεδόν όσοι ασχολήθηκαν με τη ζωή του Κατσαντώνη παραδέχονται ότι αρρώστησε όταν πήγε στη Λευκάδα, παρ’ όλο που δεν υπήρχε επιδημία της νόσου.
Πολλά δημοτικά τραγούδια αναφέρονται στο δραματικό αυτό γεγονός. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω:
«Ανάθεμα την ευλογιά που μ’ έκαμε κουφάρι
και σούλεγα παληότουρκε, ποιος είν’ ο Κατσαντώνης»!
Λένε ότι η απώλεια κάποιων αγαπημένων συμπολεμιστών του, οι κακουχίες και ένα σοβαρό κρυολόγημα τσάκισαν τις αντοχές του. Ο ακατάβλητος πρωτοκλέφτης, ο φόβος και ο τρόμος των Τουρκαλβανών, δεν είχε πια ζωή.
<<< Προηγούμενη - Επόμενη >>>
<<< Περιεχόμενα >>>