Αντώνης Κατσαντώνης.

13. Στα νύχια του Μουχουρτάρη.

Όπως και ναχει, το βέβαιο είναι ότι η σπηλιά του Κατσαντώνη, που πέρα από κάθε αμφιβολια βρισκόταν πάνω από το Μοναστηράκι, προδώθηκε. Ο Μουχουρτάρης, που έτρεφε και άσβεστο μίσος εναντίον του, με 400 Τουρκαλβανούς την κύκλωσαν.
Πρώτος το διαπίστωσε ο Γιώργος Χασιώτης, που πήγε χαράματα στη βρυσούλα για να φέρει νερό. Κατάλαβε ότι η Τουρκιά είχε ζώσει τη σπηλιά από παντού. Προσποιούμενος ότι δεν είχε αντιληφθεί τίποτα, γύρισε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, χωρίς να δείχνει ταραχή.
Γράφει σχετικά ο Φραγγίστας, ότι ο Κατσαντώνης που κατά πως συνήθιζε είχε σηκωθεί με το πρώτο χάραμα, άρχισε να διηγείται στον αδερφό του Γιώργο Χασιώτη, ότι είδε στο όνειρό του πως πέρναγε θολό και ματωμένο ποτάμι, αλλά «πέρα δεν πέρασε».
Να, όμως, πως το διέσωσε η σχετική παράδοση το δημοτικό τραγούδι:

«Απόψε είδα στον ύπνο μου, στον ύπνο που κοιμόμουν,
θολό ποτάμι απέρναγα, θολό κατεβασμένο,
και πέρα δεν απέρασα και δώθε δεν εβγήκα,
Μόν’ πήρα τον κατήφορο στη μέση του ποτάμι.
Ξηγάτε παλικάρια μου, ξηγάτέ μου τ’ όνειρό μου».

Στο ίδιο μοτίβο και το δημοτικό τραγούδι που διέσωσε ο Θ. Τσέτσος:
«Για σήκω Κατσαντώνη μου, για σήκω καπετάνιο,
γιατί Τουρκιά μας πλάκωσε, μας έχουν προδομένους.
- Παιδιά μου, μη παιδεύεστε, μη χάνετε τα βόλια.
Απόψ’ είδα στον ύπνο μου, είδα και στ’ όνειρό μου,
θολό ποτάμι διάβαινα, θολό, κατεβασμένο,
ουδέ και πέρα διάβηκα, ούτε και δώθε βγήκα
και μου ’πεσε το φέσι μου, κι η χούφτ’ απ’ το σπαθί μου».

Οι άγριες φωνές των Τουρκαλβανών, που έσκισαν ξαφνικά τη γαλήνια ατμόσφαιρα, επανέφεραν τους ατρόμητους Κλέφτες στη σκληρή πραγματικότητα. «Κάτω τ’ άρματα ορέ Κατσαντώνη» ουρλιάζαν όμοια με άγρια θηρία, αλλά δεν τολμούσαν να πλησιάσουν στην είσοδο της σπηλιάς. Είχαν τόσα τραβήξει, που έτρεμαν ακόμα και τον ίσκιο του. Ο Κατσαντώνης, όμως, ήταν πια πραγματική σκιά του εαυτού του!
Η παράδοση θέλει τον Γιώργο Χασιώτη ν’ απαντά περήφανα, σαν άλλος Λεωνίδας: «Ο Κατσαντώνης, Τούρκοι, δεν προσκυνάει. Ο Κατσαντώνης πολεμάει και πεθαίνει»!
Μη μπορώντας όμως ο ατρόμητος Κλέφτης ούτε να σταθεί στα πόδια του, είπε στον αδερφό του να τον πάρει στους ώμους του και πολεμώντας οι άλλοι σύντροφοί του να επιχειρήσουν να σωθούν.
Ο Χασιώτης, ο οποίος σε αντίθεση με τον αδερφό του ήταν σωματώδης, σήκωσε στους ώμους του τον Κατσαντώνη. Μπροστά μπήκαν τα άλλα πέντε παλικάρια που ήταν μαζί τους και όλοι μαζί βγήκαν από τη σπηλιά.
Στην αρχή οι Αλβανοί δεν πυροβόλησαν γιατί ο Μουχουρτάρης περίμενε να παραδοθούν. Βλέποντας όμως ότι οι Κατσαντωναίοι δεν είχαν τέτοιο σκοπό, διέταξε γενική επίθεση.
Ο Χασιώτης, μη μπορώντας να προχωρεί και ταυτόχρονα να πολεμάει, έβαλε τον αδερφό του πίσω από κάποια πέτρα και μαζί με τους συντρόφους του οχυρώθηκε πίσω από τα δέντρα στην άκρη του δάσους.
Η μάχη, όπως γράφει ο Yemeniz, δεν ήταν δυνατόν να κρατήσει πολύ, γιατί ήταν φοβερά άνιση. Τέσσερις από τους άνδρες του Κατσαντώνη έπεσαν ηρωικά, ξοδεύοντας και την τελευταία τους σφαίρα. Ο πέμπτος προσποιήθηκε τον πεθαμένο, έμεινε ξαπλωμένος για μερικές ώρες και κατόρθωσε να συναντήσει τον Λεπενιώτη και να του αναφέρει τα συμβάντα.
Ωστόσο, ο Φραγγίστας, που είχε καλύτερη πληροφόρηση, γράφει ότι σκοτώθηκαν και τα πέντε παλικάρια, εκτός από τα δύο αδέρφια. Τελικά τραυματίστηκε στο πόδι και ο Χασιώτης κι’ έτσι έπεσε στα χέρια του Μουχουρτάρη, μαζί με τον Κατσαντώνη.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Κατσαντώνης ζήτησε από τον αδερφό του να του πάρει το κεφάλι για να μην πέσει στα χέρια των Τουρκαλβανών. Του Χασιώτη, όμως, η καρδιά δεν άντεξε τέτοια δοκιμασία, αλλά ούτε άκουσε τη συμβουλή του αδερφού του, για να φύγει και να γλιτώσει.
Το δημοτικό τραγούδι δεν ήταν δυνατόν να μη διασώσει και να μην υμνήσει αυτή την κορυφαία και τραγική στιγμή των αυθεντικών ηρώων. Ο ανώνυμος λαϊκός βάρδος γράφει:

Κόψε με Γιώργο μ’ κόψε με, πάρε μου το κεφάλι
να μη το πάρ’ η Παναγιά, ο Αγά Μουχουρτάρης.
Κι’ αλλού:
- Κόψε με, Γιώργη μ’ κόψε με και φεύγα να γλιτώσεις!
- τα δε σε κόβγ’, Αντώνη μου, γλυκέ μου καπετάνιε...

Στην παράκληση του Κατσαντώνη στον αδερφό του να φύγει για να σωθεί, η παράδοση θέλει τον Χασιώτη να δίνει την παρακάτω απάντηση:

Αντάμα θα πεθάνουμε, κι’ αντάμα θα χαθούμε.

Την κορυφαία εκείνη στιγμή, που σκόρπισε απέραντη θλίψη και φόβο, ειδικά στα μέρη που πολέμησε και μεγαλούργησε ο θρυλικός Κλέφτης, απαθανάτισε το δημοτικό τραγούδι. Ένα από τα πολλά:

«Έχετε γειά, ψηλά βουνά και δροσεραίς βρυσούλες.
Και σεις, Τζουμέρκα κι’ Άγραφα παλληκαριών λημέρια,
αν δήτε τη γυναίκα μου, αν δήτε και το γιό μου*,
ειπέτε τους πως μ’ έπιασαν με προδοσία κι’ απάτη.
Αρρωστημένο μ’ ηύρανε, ξαρμάτωτο στο στρώμα,
ωσάν μωρό στην κούνια του, στα σπάργανα δεμένο,
τα’ ασκέρια που πολέμαγα και πάντα τα νικούσα.
Τρομάρα το τουφέκι μου και φρίκη το σπαθί μου».
Άλλο δημοτικό τραγούδι ιστορεί:
«Το μάθατε τι γίνηκε ψηλά στο Μοναστήρι;
Τον Κατσαντώνη πιάσανε και παν να τον κρεμάσουν.
Χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από πίσω,
κι’ αυτός κοντοστεκότανε και στους αγάδες λέει:
Τούρκοι, κρατάτε τ’ άλογα, για να τηράξω πίσω,
να χαιρετήσω τα βουνά, τα έρημα λημέρια,
για να σουρίξω κλέφτικα, καθώς σουράνε οι κλέφτες,
μπας και μ’ ακούσουν τα παιδιά, Τσόγκας και Λεπενιώτης,
να βγούν μπροστά στο Μέτσοβο, μπέλκε και με γλιτώσουν».

*Είναι βέβαιο ότι ο Κατσαντώνης δεν ήταν παντρεμένος. Τόσο κάποιοι βιογράφοι του, όσο και μερικά δημοτικά τραγούδια κακώς τον θέλουν να έχει παντρευτεί και μάλιστα να έχει και παιδί. Βέβαια είναι γνωστό ότι ειδικά στη δημοτική ποίηση πάντα υπάρχει μια δόση υπερβολής.

<<< Προηγούμενη - Επόμενη >>>

<<< Περιεχόμενα >>>

 
 
 
 
Τουριστικός οδηγός για την Ευρυτανία και το Καρπενήσι. ©TECHNOVISION - ΕΥΡΥΤΑΝΙΚΗ ΠΡΟΒΟΛΗ. Έδρα Καρπενήσι.