Αντώνης Κατσαντώνης.
4. Συντριβή των Τουρκαλβανών στη μάχη της Κεχρινιάς.
Από την πλευρά του ο Αλής αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει να κάμει με έναν κοινό ζωοκλέφτη ή ληστοσυμμορίτη, αλλά με έναν αληθινό επαναστάτη. Μηχανεύεται χίλιους τρόπους για να εξοντώσει με κάθε μέσο τον ασυμβίβαστο κλέφτη «και τη συμμορία του», αλλά μάταια. Στέλνει το ένα μετά το άλλο τα αποσπάσματα εναντίον του Κατσαντώνη, αλλά οι αρχηγοί τους γυρίζουν πίσω κατησχυμένοι και ντροπιασμένοι.
Τελικά διορίζει τον αιμοσταγή Γιουσούφ Αράπη γενικό αρχηγό στον αγώνα κατά του Κατσαντώνη και του δίνει εξουσία ζωής και θανάτου επί όλων των Χριστιανών.
Ο Τουρκοαιγύπτιος σατράπης, χωρίς να δίνει λόγο σε κανέναν, όπως γράφει ο Yemeniz, για να σκορπίσει τον τρόμο και τον πανικό, συνελάμβανε όποιους ήθελε και αφού τους τσάκιζε τα πόδια, τους απαγχόνιζε!
Περισσότερο υπέφεραν οι κάτοικοι της περιοχής του Βάλτου και του Ξηρομέρου, αλλά και της Ευρυτανίας, επειδή συνέδραμαν τους Κατσαντωναίους. Ο αδίστακτος Γιουσούφ υπέβαλε τον πληθυσμό σε φρικτά βασανιστήρια και άρπαζε το βιός του.
Είναι πολύ πιθανό, αν όχι βέβαιο, ότι αυτή η τακτική του Γιουσούφ απέβλεπε να παρασύρει τον Κατσαντώνη και να δώσει μάχη σε ανοιχτό πεδίο, όπου οι Τουρκαλβανοί διέθεταν πολλαπλάσιες δυνάμεις.
Ο Κατσαντώνης δεν έβλεπε την ώρα να αναμετρηθεί με τους άπιστους, αλλά ο πολύπειρος Δίπλας τον χαλιναγωγούσε, γιατί ήξερε ότι τέτοια σύγκρουση στα πεδινά θα σήμαινε καταστροφή.
Η ευκαιρία, όμως, που ζητούσε ο χαροκαμένος κλέφτης δεν άργησε. Όταν ο Γιουσούφ στρατοπέδευσε στην Κατούνα Ξηρομέρου, έστειλε τον Κουτζουμουσταφάμπεη, με 150 άνδρες, να συλλάβει όλους τους προύχοντες της περιοχής. Οι τελευταίοι, όπως γράφει ο Ε. Φραγγίστας, επειδή ήξεραν πολύ καλά τι τους περιμένει, ειδοποίησαν τον Κατσαντώνη, που γνώριζαν τα λημέρια του, και του ζήτησαν βοήθεια.
Ο υποτακτικός του Γιουσούφ συνέλαβε πέντε από τους προκρίτους του Ξηρομέρου και τους οδήγησε ενώπιόν του.
Ο Κατσαντώνης παρακολουθούσε από μακριά τις κινήσεις του, μέσα από δύσβατα μονοπάτια και πάσχιζε να βρει το πιο κατάλληλο μέρος για να καταφέρει καίριο χτύπημα στον εχθρό. Εκτός από τους 150 Τουρκαρβανίτες, ο Κουτζουμουσταφάμπεης είχε πάρει μαζί του και 200 περίπου ένοπλους χωρικούς για τον φόβο του Κατσαντώνη. Αφού πέρασε τα πιο επικίνδυνα μέρη και πίστεψε ότι δεν διατρέχει πλέον κανένα κίνδυνο, έδωσε εντολή στους χωρικούς να «αδειάσουν» τα όπλα τους, δηλαδή να πυροβολήσουν στον αέρα, και να γυρίσουν στα σπίτια τους.
Μόλις ο Κατσαντώνης, που καιροφυλακτούσε μέσα από τα δάση, είδε τους χωρικούς ν’ απομακρύνονται, γεμάτος οργή, αποφάσισε να δράσει. Σε ένα στενό πέρασμα, κοντά στην Κεχρινιά, που είχε καταλάβει νύχτα, έστησε ενέδρα και περίμενε. Έδωσε εντολή στους άνδρες του να μην πυροβολήσουν πριν ο εχθρός φτάσει πολύ κοντά και δώσει ο ίδιος το σήμα.
Οι άνδρες του Κουτζουμουσταφάμπεη προχωρούσαν αργά και ράθυμα, ανύποπτοι για το τι τους περίμενε. Μόλις έφτασαν σε απόσταση αναπνοής από τις θέσεις των Κατσαντωναίων, ακολούθησε ομοβροντία πυροβολισμών και ορυμαγδός.
Η μάχη κράτησε περίπου μια ώρα. Οι 145 από τους 150 άνδρες του Κουτζουμουσταφάμπεη, με πρώτο τον ίδιο, είχαν πέσει νεκροί. Μόλις πέντε κατάφεραν να σωθούν και το έβαλαν στα πόδια. Οι άνδρες του Κατσαντώνη τους καταδίωξαν και τους έπιασαν. Όταν τους οδήγησαν ενώπιόν του, κλαίγοντας τον εκλιπαρούσαν να τους χαρίσει τη ζωή για να δώσουν «χαμπέρι» τί έγιναν οι σύντροφοί τους.
Ο Κατσαντώνης, ικανοποιημένος για τη μεγαλειώδη νίκη, έδειξε για άλλη μια φορά τη μεγαλοψυχία του και τους χάρισε τη ζωή.
Από τους Έλληνες σκοτώθηκαν τρεις και τραυματίστηκαν πέντε, ενώ απελευθερώθηκαν οι πέντε προύχοντες, από τους οποίους οι δύο είχαν τραυματιστεί ελαφρά.
Η περίλαμπρη εκείνη νίκη, έκαμε το όνομα του Κατσαντώνη ξακουστό σε όλους τους Έλληνες και προκάλεσε τρόμο και οργή στον κατακτητή. «Κατσαντώνη λέγανε αυτοί (οι Τούρκοι) και χλώμιαζε το πρόσωπό τους, Κατσαντώνη μουρμούριζαν οι σκλάβοι και χαμογελάγανε τα χείλια τους. Τ’ όνομα του απλώθηκε πέρα από τ’ Άγραφα, σ’όλη τη Ρούμελη, κι’ έπειτα έφτασε ίσαμε τα Γιάννενα και μπήκε στο σεράϊ του πασά...», γράφει ο Δ. Φωτιάδης.
Παράλληλα, έσπευσαν πλέον σε βοήθεια του Κατσαντώνη, φανερή ή κρυφή, όλοι όσοι μπορούσαν, ενώ πύκνωναν τη δύναμή του πολλά παλικάρια.
Τότε ακριβώς (1805) ήταν που πήρε τη μεγάλη απόφαση και ο Γ. Καραϊσκάκης να εγκαταλείψει το σαράϊ του Αλή πασά και να γυρίσει ξανά στα βουνά των Αγράφων. «Άκουγε τους αγάδες να καταριούνται τον Κατσαντώνη κι’ ήθελε νάχουν το δικό του όνομα στα χείλη τους, γιατί ένιωθε πως όλες οι βρισιές τους στεκόντανε παινέματα στην παλικαριά του και την αξιοσύνη του», υπογραμμίζει πάλι ο Φωτιάδης.
Ο Αχιλλέας της Ρωμιοσύνης, όπως ονόμασε ο Κωστής Παλαμάς τον Καραϊσκάκη, ανέβηκε στ’ Άγραφα, πήγε στο λημέρι του Κατσαντώνη και «σπούδασε τον άταχτο πόλεμο σιμά στον πιο τρανό κλέφτη», στο «ξεφτέρι της Ελλάδας».
Το δρόμο του Καραϊσκάκη, που ήταν μεγαλύτερος στην ηλικία από τον Κατσαντώνη, ακολούθησαν και πολλοί άλλοι ονομαστοί αρματολοί, όπως ο Ι. Φραγγίστας, ο Τσόγκας, ο Λ. Σουλιώτης, ο Τσάκας, ο Δημο - Τσέλιος, ο Ν. Μπουρδάρας, ο Παλαιογιώργης και πολλοί άλλοι.
Ο Κατσαντώνης δεν αγωνίστηκε μόνο κατά των Τούρκων. Την ίδια απέχθεια ένιωθε και για τους περιβόητους κοτζαμπάσηδες που έπαιζαν το παιχνίδι του κατακτητή και καταδυνάστευαν τους ομοεθνείς τους. Την αυθαιρεσία και την αυταρχικότητα των προεστών ή δημογερόντων, που αντιπροσώπευαν τις κοινότητες στις σχέσεις τους με την τουρκική εξουσία, καθόριζαν τους φόρους, δίκαζαν κ.λ.π., την πολέμησαν χωρίς οίκτο οι θρυλικοί Κατσαντωναίοι. Άλλωστε, έχει καταγραφεί, ότι ο Κατσαντώνης έκανε επιδρομές και κατά των κτημάτων των κοτζαμπάσηδων, επειδή ήταν στενοί συνεργάτες - τοποτηρητές των Τούρκων, συχνά ενεργούσαν με ιδιοτέλεια και εκμεταλλεύονταν άγρια τους ακτήμονες και γενικά τους ομοεθνείς τους.
Οι Τούρκοι, μετά την ολοκληρωτική συντριβή του Κουτζουμουσταφάμπεη, στην Κεχρινιά, απέφευγαν ν’ αναμετρηθούν με τον Κατσαντώνη, αν και τους προκαλούσε συνεχώς. Έφτασε μάλιστα στο σημείο, όταν κατέβαινε στις πόλεις, να προτρέπει το λαό να προδίδει στους αγάδες τα λημέρια των ανδρών του, μήπως και αποτολμήσουν να αναμετρηθούν μαζί του! Οι αγάδες όμως, μάθαιναν που βρίσκεται ο Κατσαντώνης με τους άνδρες του και τραβούσαν για... αλλού!
Όπως γράφει ο Βαλαωρίτης, μετά από εκείνο το πάθημα, ο Αλή πασάς έβλεπε παντού και πάντα το φάντασμα του «ατρόμητου αθλητή» μπροστά του!
<<< Προηγούμενη - Επόμενη >>>
<<< Περιεχόμενα >>>