Αντώνης Κατσαντώνης.
6. Ο τραυματισμός του και η γνωριμία του με τον «Ρώσο» στρατηγό Παπαδόπουλο.
Η νέα ταπείνωση εξόργισε ακόμα περισσότερο τον Αλή πασά και διέταξε τον πολεμοχαρή Μπεκίρ Τζογαδούρο να καταδιώξει και να τσακίσει τον Κατσαντώνη.
Ήταν Οκτώβριος του 1806, όταν ο Τζογαδούρος ξεκίνησε για το Βάλτο και άρχισε να ψάχνει τον Κατσαντώνη. Μαθαίνει το λημέρι του, που βρισκόταν στη θέση «Ληστής» και με 500 Τουρκαλβανούς ξεχύνεται εναντίον του. Οι Κατσαντωναίοι, συνηθισμένοι να πολεμούν με πολυαριθμότερους εχθρούς, «υποδέχονται» τον Οθωμανό με καταιγισμό πυροβολισμών. Η μάχη είναι πεισματώδης και τη στιγμή που ο Κατσαντώνης ετοιμάζεται να διατάξει έφοδο με τα γιαταγάνια, ένα βόλι τον βρίσκει στο πόδι.
Διατάζει υποχώρηση, ενώ δύο - τρεις δικοί του τον παίρνουν στους ώμους και τον σώζουν. Στη μάχη εκείνη σκοτώθηκαν περίπου 20 Τουρκαλβανοί και δύο Έλληνες.
Το τραύμα, όμως, του αρχηγού είναι σοβαρό. Οι φροντίδες και τα γιατροσόφια κάποιου εμπειρικού γιατρού, του Θανάση Ντουφεκιά, δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα.
Αποφασίζουν να τον μεταφέρουν στη Λευκάδα, για να τον κάνουν καλά οι σπουδαγμένοι στην Ευρώπη γιατροί. Μένει εκεί τρεις μήνες και γίνεται εντελώς καλά.
Στο διάστημα εκείνο, καθώς η Λευκάδα και όλα τα Επτάνησα βρίσκονται υπό την προστασία της Ρωσίας, γνωρίζεται με τον Ρώσο στρατηγό Παπαδόπουλο. Ο Παπαδόπουλος ήταν γνήσιος Έλληνας. Είχε γεννηθεί στη Τζιά, αλλά πήγε μικρός στην Πετρούπολη και σπούδασε σε στρατιωτική σχολή.
Ο Ρώσος στρατηγός εντυπωσιάζεται τόσο πολύ με τον Κατσαντώνη, ώστε σκοπεύει να τον χρησιμοποιήσει για να παρακινήσει το λαό να επαναστατήσει σύσσωμος κατά του Σουλτάνου.
Ο Κατσαντώνης ενθουσιάζεται με την πρόταση και του υπόσχεται πως μόλις γυρίσει στ’ Άγραφα θα κάμει τα πάντα για το σκοπό αυτό.
Πράγματι, μόλις έγινε καλά κι’ επέστρεψε στ’ αγαπημένα του βουνά, γυρίζει από χωριό σε χωριό και μιλάει για το μεγάλο όραμα: Τον ξεσηκωμό κατά των Οθωμανών.
Και για να τους δείξει ότι δεν τους φοβάται, λένε ότι τους έλεγε περιπαιχτικά: «Τι, τον φοβόσαστε, ωρέ; Ο Κατσαντώνης και τα παλικάρια του χέζουν τα γένια του Αλή!».
Ο Αλή πασάς, στο μεταξύ, δεν μπορούσε να ησυχάσει, όσο ο Κατσαντώνης έμενε άτρωτος κι’ αποδεκάτιζε τους καλύτερους δερβεναγάδες με τ’ ασκέρια τους. Όταν μάλιστα έμαθε ότι γύρισε στ’ Άγραφα, ξεσηκώνει τον πληθυσμό εναντίον του και τον βρίζει, έγινε έξαλλος. Κάλεσε αμέσως τον πιο σκληροτράχηλο, τον πιο αιμοσταγή, αλλά και ικανό δερβέναγα, τον διαβόητο Τουρκαρβανίτη Βεληγκέκα, προς τον οποίο έτρεφε μεγάλη εκτίμηση και εμπιστοσύνη και του ζήτησε να μην αφήσει ρουθούνι από τους Κατσαντωναίους. «Βρίζει τα γένια μου, λένε ότι είπε στον Βεληγκέκα, αλλά κανείς δεν μπόρεσε να τον κάνει καλά...».
<<< Προηγούμενη - Επόμενη >>>
<<< Περιεχόμενα >>>