Καρπενήσι. (Μέρος 2... από 2)

Ο αναβρασμός της επανάστασης στο Καρπενήσι και στην Ευρυτανία γενικότερα ξεσπά στις 21 Μαρτίου του 1821. Η πρώτη νικηφόρα μάχη διεξάγεται στη γέφυρα της Τατάρνας, κατά την οποία, επικεφαλής των Ελληνικών δυνάμεων είναι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και ο ηγούμενος της παρακείμενης ομώνυμης μονής Κυπριανός. Ενώ στις 10 Μαΐου του 1821, ο Κερασοβίτης Κώστας Βελής ή Στεργιόπουλος, κηρύττει την επανάσταση στο Κεράσοβο (Κερασοχώρι).

Το Καρπενήσι γίνεται το επίκεντρο της εξέγερσης, λόγω της στρατηγικής του θέσης. Ήταν το προπύργιο της στρατιωτικής επιβουλής των Τούρκων στην ορεινή περιοχή και το γόητρο της οθωμανικής κυριαρχίας. Οι Τούρκοι το φρουρούσαν γερά, όπως και τις διόδους του μέχρι τη Λαμία.
Από το Μάιο του 1821, στα περίχωρα της πόλης, άρχιζαν να συγκεντρώνονται τμήματα των οπλαρχηγών του Καρπενησίου Γιολδασαίων και του Γιάννη Μπράσκα από το Σοβολάκου. Στόχος τους η κατάληψή της και η εκδίωξη των Τούρκων από αυτή.

Η συγκέντρωση κλεφτών στα περίχωρα της πόλης, σηματοδοτούσε πόλεμο και οι Τούρκοι οχυρώνονται στα πιο γερά σπίτια της πόλης. Έτσι στις 4 Ιουνίου του 1821, αρχίζει η πολιορκία του Καρπενησίου. Οι Τούρκοι βρίσκονται σε δυσμενή θέση και ζητούν ενισχύσεις από τα Γιάννενα.
Ο Σπυρίδων Τρικούπης, στην Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης (εν Λονδίνω 1853), αναφέρει για τη πολιορκία: "Την τρίτην δε ημέραν αφ’ ης οι Έλληνες εκτύπησαν τους εν Βραχωρίω Τούρκους, οι Γιολδασαίοι και ο οπλαργηγός του Σοβολάκου Γιάννης Μπράσκας εστράτευσαν επί τους εν Καρπενησίω Τούρκους. Ούτοι, ως 70 οικογένειαι, εκλείσθησαν εντός των δυνατωτέρων οικιών της κωμοπόλεως και ανθίσταντο γενναίως, ειδοποιήσαντες κρυφίως το εν Ιωαννίνοις στρατόπεδον περί της καταστάσεως των. Οι δε πολιορκούντες Έλληνες, τόσον ήσαν απλοί και ανίδεοι, ώστε μετεχειρίσθησαν τα εξής πολεμιστήρια: Έσχισαν το στέλεχος αγριαπιδιάς και το έσκαψαν πλην του κάτω μέρους, συνήνωσαν έπειτα τας δύο σχίζας και τας εσιδηρόδεσαν εν είδει κανονίου εις εκπόρθησιν των οικειών, βλέποντες δε ότι το πυροβόλον τούτο εκαίετο μάλλον ή έκαιε, κατασκεύασαν σιδηράς διχάλας, ας εφαρμόζοντες πεπυρωμένας εις το στόμα των τουφεκιών έρριπταν επί τας εχθρικάς οικίας, αλλ’ οι Τούρκοι έσβεναν τα φλογερά ταύτα βέλη, προσάποντες, όπου εκόλλων, βρεκτά ξυλλοσπόγγια. Την δε 19 Ιουνίου μαθόντες οι πολιορκηταί, ότι ήρχοντο στρατεύματα υπό τον Βελήμπεην Πρεμετινόν εις βοήθειαν των πολιορκουμένων διηρέθησαν και οι μεν έμειναν όπου ήσαν, οι δε κατέλαβαν τα Καγγέλια, βουνά περί της ώρας μακράν της κωμοπόλεως, άλλ’ επελθόντες οι Τούρκοι τους έτρεψαν φονεύσαντες και τον Κατσικογιάννην, επορεύθησαν και εις την κωμόπολιν και την έκαυσαν εν μέρει, οι δε εν αυτή Έλληνες έφυγαν δια νυκτός και συνήλθαν εις το χωρίον Άγιον Ανδρέαν, τρεις ώρας μακράν του Καρπενησίου, δημοπρατούντες όσα ήρπασαν του Νούρκα, ως αν ήσαν εν πλήρει ειρήνη, αλλά μαθόντες ότι παρηκολούθουν οι Τούρκοι, κατέλαβαν το επί της οδού του Καρπενησίου χωρίον Μπιάραν, όπου προσβαλόντες αυτούς γενναίως τους διεσκόρπισαν, διεσκόρπισαν μετ’ ολίγον και τους κατασχόντας τα Καγγέλια. Εν ω δε επολέμουν, οι πολιορκούμενοι μη θεωρούντες εαυτούς του λοιπού ασφαλείς, έφυγαν την νύκτα δια δυσβάτων οδών εις Ήπειρον".

Το Καρπενήσι, απελευθερώνεται στις 7 Ιουλίου του 1821, αλλά με μια εικόνα απογοητευτική. Το μεγαλύτερο μέρος της πόλης κάηκε, μαζί του και ο Ναός της Αγίας Τριάδας. Ας σημειωθεί, ότι, με την απελευθέρωση του Καρπενησίου, απελευθερώθηκε και η περιοχή των Αγράφων.
Δεν πρόλαβε, καλά - καλά, το Καρπενήσι να ανασάνει και στις αρχές Ιανουαρίου του 1822 εισβάλουν σ’ αυτό, χωρίς να βρουν αντιστάσεις, 1800 τουρκαλβανοί. Η εισβολή τους, ήταν αποτέλεσμα κακής συνεννόησης των καπεταναίων που άφησαν ελεύθερες τις διόδους προς τη πόλη. Μέσα σε λίγες, όμως, μέρες φτάνει ο καπετάνιος του Κράββαρη Ανδρίτσος Σαφάκας και τους καταδίωξε. Για αυτή του την ενέργεια, ο Υπουργός Πολέμου της προσωρινής διοίκησης της Ελλάδας, του στέλνει επαινετική επιστολή και του απονέμει το βαθμό του Χιλιάρχου (Βραχώρι, 22 Φεβρουαρίου 1822).

Για λίγους, όμως, μήνες έμεινε το Καρπενήσι χωρίς τη παρουσία Τούρκου, διότι στα τέλη Ιουνίου, ασκέρια του Μαχμούτ πασά (Δράμαλη), που σκοπό τους είχαν την κατάπνιξη της επανάστασης πέρασαν κι από τούτα τα μέρη. Οι κλέφτες, σε μικρές ομάδες, τους παρεμπόδιζαν, χτυπώντας τους με την κλέφτικη τακτική, τον κλεφτοπόλεμο δηλαδή. Αν και τους προξένησαν φθορές, οι Τούρκοι, στο διάβα τους, έσπερναν τον όλεθρο κι άφηναν την καταστροφή. Στα μέσα του 1823 ακολουθεί μια μεγάλη τουρκική εισβολή, σε μια νέα προσπάθεια συντριβής της επανάστασης. Δύο ασκέρια, υπό τους Μουσταή Πασά της Σκόντρας με 12.000 Αλβανούς και 3.000 Μιρντίτες (Αλβανική φυλή της Βόρειας Αλβανίας που είχε ασπασθεί τον Ρωμαιοκαθολικισμό) και τον Ομέρ Βρυώνη πασά των Ιωαννίνων με 4.000 Αλβανούς, ξεκινούν χωρισμένα σε τρία τμήματα και, μέσω της Ευρυτανίας, κατευθύνονται προς το Μεσολόγγι. Στις 8 Αυγούστου του 1823, διεξάγεται η μεγαλειώδες μάχη στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου, στην οποία σκοτώθηκε ο Μάρκος Μπότσαρης. {Περισσότερα για τη μάχη σε κεφάλαιο που ακολουθεί}.

Το 1825, η κατάσταση ήταν δραματική. Σε όλη την Ελλάδα κυριαρχεί η διχόνοια των καπεταναίων την οποία διευθύνουν με μαεστρία οι αιώνιοι υπηρέτες των ξένων, οι πολιτικοί της εποχής. Οι Τούρκοι ανεμπόδιστοι, από το Καρπενήσι που βρίσκονται εγκαταστημένοι, κάνουν εφόδους στα γύρω χωριά και τα λεηλατούν.
Ο Ανδρίτσος Σαφάκας κάνει έκκληση στην τριμελή επιτροπή Ανατολικής Ελλάδας στις 2 Μαΐου του 1825 και ζητεί βοήθεια σε τροφές, πυρομαχικά και ενισχύσεις για να χτυπήσει το Καρπενήσι.
Η αφόρητη κατάσταση αναγκάζει το Γιάννη Γιολδάση να αποσυρθεί στη Αποκλείστρα του Προυσού με τους κατοίκους τεσσάρων επαρχιών. Από εκεί στέλνει επιστολή στον Γιώργη Καραϊσκάκη που βρίσκεται στον Μοριά και ζητεί τη βοήθειά του. Στις 25 Μαΐου 1825, ακολουθεί δεύτερη επιστολή παράκλησης, όπου, μεταξύ των άλλων, του γράφει: "...Ενθυμήσου στρατηγέ, ότι και εδώ χριστιανοί αδελφοί μας είναι και αν μίαν τοιαύτην κινδυνώδη περίστασιν υστερηθούν την δυνατήν βοήθειάν σου θέλουν απελπισθούν και η απελπισία των είναι ο έσχατος αφανισμός των..."

Ο Καραϊσκάκης, ανταποκρινόμενος, αφήνει πίσω του τη διχόνοια που καλλιεργούν οι πολιτικοί και τους Μοραΐτες καπεταναίους και αναχωρεί για το Καρπενήσι. Φτάνει Ιούλιο μήνα, συναντιέται με τους ντόπιους καπεταναίους και αμέσως χτυπούν το Καρπενήσι. Οι Τούρκοι αποδεκατίζονται, εκτός ενός μικρού αριθμού που αντιστέκονται σθεναρά μέσα από μία μάντρα της πόλης, όμως, από απροβλεψία ή από κακή τους τύχη, δεν είχανε νερό.
Παραταύτα, τα γεγονότα τρέχουν και ο κίνδυνος στο Μεσολόγγι από τα ασκέρια του Κιουταχή ήταν άμεσος. Αυτό αναγκάζει τον Καραϊσκάκη να εγκαταλείψει το Καρπενήσι και να κινήσει προς το Μεσολόγγι. Φτάνοντας, οργανώνει την άμυνα της πόλης και επιστρέφει πάλι προς το Καρπενήσι. Όπου βρίσκει Τούρκους να κινούνται προς το Μεσολόγγι, χτυπά λυσσαλέα, και τους αποδεκατίζει. Το Μεσολόγγι, όμως, δεν άντεξε την αφόρητη πίεση του πολυάριθμου ασκεριού του Κιουταχή και την Κυριακή των Βαΐων, 10 προς 11 Απριλίου 1826, πέφτει.

Με την πτώση του Μεσολογγίου, ο Κιουταχής γίνεται κυρίαρχος όλης της Ρούμελης. Από κει εκστρατεύει κατά της Αθήνας, αφήνοντας πίσω του τρόμο και αποκαΐδια. Στις 18 Ιουνίου του 1826, ο Καραϊσκάκης, αν και άρρωστος, μεταβαίνει στη διοίκηση στο Μοριά. Έχοντας το χαρτί της αρχιστρατηγίας στο σελάχι του, κινεί και πάλι για τη Ρούμελη. Φτάνοντας στα μετόπισθεν του Κιουταχή, συντονίζει οργανωμένα χτυπήματα με μεγάλη, μάλιστα, επιτυχία. Αλλά η μάχη στην Αθήνα χάνεται και μαζί της, τόσο άδοξα, χάνεται από αδέσποτο βόλι και ο γενναίος Γιώργης Καραϊσκάκης, όντας καβάλα στο άλογό του.
Με την καταστροφή και του αρχιστρατήγου το χαμό, ακολουθεί και η απογοήτευση των Ελλήνων της Ρούμελης, που, για μία ακόμη φορά, πίστεψαν, ότι η επανάσταση χάθηκε. Μόνο στα βουνά της Ευρυτανίας η κλεφτουριά αντιστέκεται και συντηρεί τη φλόγα αναμμένη.

Στις 12 Ιανουαρίου του 1828, φτάνει στο Ναύπλιο ο πολλά υποσχόμενος Ιωάννης Καποδίστριας. Οργανώνει τη διοίκηση και τα διαλυμένα τμήματα του στρατού. Ορίζει τον αδερφό του Αυγουστίνο ως "πληρεξούσιον τοποτηρητήν" στη Ρούμελη και αρχιστράτηγο τον Δημήτριο Υψηλάντη.
Τον Οκτώβριο του 1828, ο Υψηλάντης, με τρεις χιλιαρχίες, εκστρατεύει στη Ρούμελη. Ενώνεται με κλέφτικα τμήματα και εξαπολύει επιθέσεις παντού, απελευθερώνοντας τη μία πόλη μετά την άλλη.
Ο Κίτσος Τζαβέλλας -με μια χιλιαρχία, με την πεντηκονταρχία του Νίκου Τζαβέλλα και με τα στρατιωτικά σώματα του Μαστραπά, του Μακρή και του Γάλλου Georges Frederic baron Dentze, που όλα μαζί έφταναν τους 4.000 στρατιώτες -τραβούν για το Καρπενήσι και φτάνοντας, αρχίζουν να το περισφίγγουν από παντού. Παράλληλα διεξάγονται μάχες στη Λάσπη, στην Αγία Τριάδα και στο Μεγάλο Χωριό.
Στις αρχές Νοεμβρίου, ο Κιουταχής, μη έχοντας εμπιστοσύνη στο φρούραρχο του Καρπενησίου Μοχορδάρη Μπέη, αποφασίζει την αντικατάστασή του με τον Καρανφίλ Μπέη, ο οποίος, με τμήμα αποτελούμενο από 1.700 Τούρκους, εισβάλει μέσω Αγράφων και φτάνει στο Καρπενήσι. Οι πολιορκημένοι παίρνουν "ανάσα" από τα εφόδια που έφερε ο Καρανφίλ Μπέης μαζί του.

Στις 10 Νοεμβρίου, ο Κίτσος Τζαβέλλας, χτυπά εφοδιοπομπή με 200 ζώα φορτωμένα και την λαφυραγωγεί. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να φέρει σε δύσκολη θέση τους Τούρκους, οι οποίοι άρχισαν να σκέφτονται την εγκατάλειψη της πόλης. Αλλά μια επιστολή από την διοίκησή τους στη Λάρισα τους ενημερώνει, ότι τους στέλνουν εφόδια και να κρατήσουν πάση θυσία το Καρπενήσι.
Οι Τούρκοι, από τη Λάρισα, στέλνουν 2.000 στρατό υπό τους Σμαήλ Μπέη, Κιαφιζέζη και Μουσταφά Γκέκα, για να πιάσουν και να ασφαλίσουν τις θέσεις από Ζαχαράκη μέχρι τα Καγκέλια του Βελουχιού, απ' όπου θα περάσει μεγάλη εφοδιοπομπή.

Στις 16 Νοεμβρίου η εφοδιοπομπή -τη συνόδευαν 500 Τούρκοι στρατιώτες -βρίσκεται σε πορεία, ενώ κατάκοπο ελληνικό στράτευμα 1.200 πολεμιστών τρέχει στα Καγκέλια του Βελουχιού, για να την προλάβει και να ανακόψει την πορεία της. Άλλωστε, έτσι κι αλλιώς, το απότομο, ανηφορικό και καγκελωτό μονοπάτι του Βελουχιού, δεν επιτρέπει την ανάπτυξη μεγάλης δύναμης.
Υπό τις συνθήκες αυτές, τα τμήματα υπό την διοίκηση των Γιάννη και Τούλια Πανομάρα, Ζαχαρία Γιολδάση, Μακρυγιάννη από τα Κράβαρα και Γιάννη Φαρμάκη, αναγκάζονται να στείλουν κατά της εφοδιοπομπής 200 έμπειρους πολεμιστές. Στις 8 το βράδυ επιτίθενται και καταφέρνουν, με μια δίωρη μάχη, να πλήξουν, εν μέρει, τον εχθρό, ο οποίος, όμως, διέσωσε μερικά φορτία. Τα διασωθέντα εφόδια, έδωσαν παράταση πέντε ημερών στους πολιορκημένους Τούρκους του Καρπενησίου.

Σ’ εκείνη τη μάχη, οι απώλειες του εχθρού, εκτός του τμήματος των εφοδίων, ήταν 15 νεκροί και 40 τραυματίες. Από τη πλευρά των Ελλήνων υπήρχαν λίγοι τραυματισμοί κι αυτό, γιατί τα όπλα των Τούρκων, από την πολύωρη παραμονή στην υγρασία, μείωσαν την πλήρη ανάφλεξη της πυρίτιδας τους.
Ξημερώματα 23 Νοεμβρίου του 1828, οι Τούρκοι αποφασίζουν την εγκατάλειψη του Καρπενησίου. Η πείνα, το κρύο και οι αρρώστιες δεν τους επέτρεπαν άλλο την παραμονή τους σ’ αυτό. Στις 5 το πρωί, για αντιπερισπασμό, καίνε τον πολύπαθο Ναό της Αγίας Τριάδας. Εκεί, ενεπλάκησαν ανταλλάσσοντας τουφεκιές με τμήματα Ελλήνων. Ενώ η μάχη άρχισε να φουντώνει, οι 4.500 Τούρκοι, μέσα από τα Καγκέλια του Βελουχιού, εγκατέλειπαν το Καρπενήσι.
Από το Καρπενήσι μέχρι και το Ζαχαράκη, τους κατεδίωκαν Ελληνικά τμήματα, προκαλώντας τους απώλειες, με μεγαλύτερη αυτή στον Προφήτη Ηλία Νεοχωρίου.

Τα Ελληνικά τμήματα, μπαίνοντας στη πόλη, αντίκρισαν μια εικόνα απογοήτευσης. Τα πάντα ήταν ρημαγμένα από την εκδικητικότητα των Τούρκων, όμως, το Καρπενήσι, έπειτα από 435 χρόνια τούρκικης κατοχής, απελευθερώθηκε οριστικά.

- Γκιόλιας Μ., Ιστορία Της Ευρυτανίας στους Νεότερους Χρόνους (1393 - 1821), Εκδόσεις «ΠΟΡΕΙΑ», Αθήνα 1999. 616 σελ.
- Μαυρομύτης Γ.Α., Καρπενήσι 1810 - 1820, Εκδόσεις «ΠΑΝΕΥΡΥΤΑΝΙΚΗ ΕΝΩΣΗ», Αθήνα 2006. 173 σελ.
- Μηχιώτης Χ., Τυμφρηστός και Τυμφρήστιοι, Εκδόσεις «ΚΑΣΤΑΛΙΑ», Αθήνα 1990. 296 σελ.

Στα μέσα του 1823, οι φήμες για νέα μεγάλη τουρκική εισβολή, στα πλαίσια μιας καινούργιας προσπάθειας συντριβής της επανάστασης, γίνονταν πραγματικότητα. Οι αψιμαχίες μεταξύ των καπεταναίων για τίτλους και στρατιωτικούς βαθμούς ήταν, ό,τι χειρότερο μπορούσε να συμβεί στη πιο κρίσιμη καμπή της εξέγερσης.
Ο Μάρκος Μπότσαρης, που η διοίκηση τον είχε ορίσει στρατηγό της Δυτικής Ελλάδας, βρίσκεται στο Κεράσοβο της Ακαρνανίας. Με επιστολή του, στις 19 Ιανουαρίου του 1823, γράφει στους καπεταναίους, ότι προσφέρεται να παραιτηθεί από το αξίωμά του, αν αυτό θα συντελούσε στο καλό της πατρίδας.
Ο αναπληρωτής του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, έπαρχου στην περιοχή της Αιτωλίας και Ακαρνανίας, Κ. Μεταξάς, σε μια προσπάθεια συμφιλίωσης των καπεταναίων για την αντιμετώπιση της νέας απειλής, μοιράζει αφειδώς βαθμούς στρατηγίας. Αρχές Ιουλίου τους συγκαλεί σε μια συμφιλιωτική σύσκεψη στα Κερασοβίτικα Καλύβια, όπου και τους όρισε και τις θέσεις τους. Τους Μάρκο Μπότσαρη, Γεώργιο Καραϊσκάκη, Κίτσο Τζαβέλα και Γιαννάκη Γιολδάση, με δύναμη 4.000 πολεμιστές, τους τοποθετεί στο Καρπενήσι.
Από την πλευρά των Τούρκων, δύο ασκέρια υπό τους Μουσταή Πασά της Σκόνδρας με 12.000 Αλβανούς και 3.000 Μιρντίτες (Αλβανοί ορεσίβιοι ρωμαιοκαθολικοί χριστιανοί) και Ομέρ Βρυώνη πασά των Ιωαννίνων με 4.000 αλβανούς, χωρισμένοι σε τρία τμήματα, ξεκινούν σε παράλληλη κάθοδο προς το Μεσολόγγι.
Ο Μουσταή Πασάς της Σκόνδρας, ζητά από τους αρματολούς να προσκυνήσουν και να ενταχτούν στη δύναμή του. Κάποιοι προσκύνησαν και εντάχθηκαν, όπως ο δολοφόνος του Κώστα Λεπενιώτη Νίκος Θέος από τη Φουρνά.
Η επέλαση του βεζίρη Μουσταή, μόνο τρόμο και καταστροφή έφερνε. Σαν έφτασε στ' Άγραφα έγραψε στον Καραϊσκάκη να προσκυνήσει.
Ο άρρωστος από φυματίωση Καραϊσκάκης, σε μια προσπάθεια να συγκρατήσει το τμήμα του που τον εγκατέλειπε, απαντά πως φοβάται να προσκυνήσει και θα μείνει πιστός στο ντοβλέτι, αλλά δεν τα κατάφερε. Απογοητευμένος από τη διχόνοια των καπεταναίων και τους συντρόφους του να τον εγκαταλείπουν, αποσύρεται στο μοναστήρι του Προυσού. Από το τμήμα του, μόνο ο ατρόμητος Θανάσης Τσιάκας από το Μοναστηράκι των Αγράφων με 30 πολεμιστές παρενοχλεί τα φουσάτα του Μουσταή.
Ο Μουσταής, εισέρχεται στην Ευρυτανία από τα "Παλούκια" της Τατάρνας (του Ραπτοπούλου σήμερα), όμως, εκεί τον καρτερεί ο καπετάν Τσιάκας και του προξενεί μεγάλη ζημιά. Παρ' όλα αυτά, συνεχίζει την καταστρεπτική πορεία του και μπαίνοντας στα χωριά της Πρασιάς, πυρπολεί το Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στο Κυπαρίσσι, καίει το Μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στα Φουσιανά και καταστρέφει ολοσχερώς το Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου στον συνοικισμό του Προδρόμου. Έπειτα, φτάνοντας στα Λεπιανά, πυρπολεί τη Μονή του Αγίου Δημητρίου, στη Γρανίτσα τη Μονή Εισοδίων της Θεοτόκου, στο Βίρνικο (Βέρνικο) τη Μονή του Αγίου Ιωάννη και στην Τατάρνα πυρπολεί την ιστορική Μονή Τατάρνας. Από εκεί, μέσω Βούλπης, φτάνει στη Βίνιανη, όπου πυρπολεί άλλη μια Μονή (δεν έχει διασωθεί ούτε το όνομά της) και περνώντας τον Μέγδοβα ποταμό, φτάνει, μέσω Στενώματος και Αγίου Αθανασίου, στο Καρπενήσι. Λίγο αργότερα καταφθάνει και ο θείος του, ο Τζελαλεντίν Μπέης από την Φθιώτιδα με 5.000 τουρκαρβανίτες.
Το τρίτο σώμα, υπό τον Άγο Βασιάρη, αποτελούμενο από 9.000 τουρκαλβανούς καταφθάνει κι αυτό από τη Ρεντίνα, μέσω Ζαχαράκη, Αι -Λια Νεοχωρίου, Πάτωμα και Καγκέλια Βελουχιού.
Με τον ερχομό τόσων τούρκικων στρατευμάτων, το Καρπενήσι, έγινε ένα απέραντο στρατόπεδο τουρκαλβανών, τα οποία ανασυγκροτούνται για την επόμενη καταστροφική πορεία τους, μια πορεία που είχε κατεύθυνση προς το Μεσολόγγι. Από τα σπίτια του Καρπενησίου μέχρι τη Μεσοχώρα και το Κεφαλόβρυσο, τα φουσσάτα του Μουσταή ξεπλένονται από τις σφαγές και ετοιμάζονται για νέες.
Ο Μουσταή Πασάς, κάλεσε τον αρματολό του Καρπενησίου Γιαννάκη Γιολδάση να έρθει να τον προσκυνήσει. Ο Γιολδάσης του απάντησε πονηρά, ότι δεν έχει αξία το δικό του το προσκύνημα, αν δεν πείσει και τους άλλους καπεταναίους να πράξουν το ίδιο και του ζητά δεκαπέντε μέρες προθεσμία, προκειμένου να το πράξει. Ο Μουσταής, δέχτηκε τη προθεσμία υπό τον όρο να του στείλει δύο ομήρους για εγγύηση. Κανείς όμως δεν δέχονταν να γίνει όμηρος του πασά, αφού, με τη λήξη της προθεσμίας, ήταν βέβαιος ο θάνατός του. Στο κίνδυνο να αγριέψει ο Πασάς και ν' αρχίσει τις σφαγές και τις καταστροφές, δέχτηκαν εθελοντικά να γίνουν όμηροι δύο γενναίοι πατριώτες. Ο Γιάννης Ράμος, πολεμιστής του Γιολδάση και ο εφημέριος της Λάσπης (Αγίου Νικολάου) παπα -Γιώργης.

Παράλληλα, από την Ακαρνανία όπου βρίσκεται, ο Μάρκος Μπότσαρης, στέλνει μήνυμα στους καπεταναίους, που, ανήμποροι και τρομοκρατημένοι να αντισταθούν στις χιλιάδες των τουρκαλβανών, λουφάζουν στα βουνά του Καρπενησίου. Από εκεί, μέσω Μεσολογγίου, αναχωρεί κρυφά και συναντιέται με τους καπεταναίους που διαφωνούσαν με τον βαθμό του.
Στη συνάντηση αυτή, ο Μάρκος, τόνισε την ανάγκη για ομόνοια και συμφιλίωση και δίνοντας πρώτος το παράδειγμα, σκίζει το δίπλωμα του στρατηγού λέγοντας: "Όποιος είναι άξιος, παίρνει του στρατηγού το δίπλωμα από το Σκόντρα Πασά". Έπειτα, εφοδιάζεται με πυρομαχικά και έχοντας μαζί του 1.250 πολεμιστές, εκ των οποίων οι 400 ήταν Σουλιώτες, φτάνει στο Μικρό Χωριό.
Ήταν προφανές, ότι ο Μάρκος ως σκοπό του είχε να χτυπήσει το στρατό του Μουσταή στο Καρπενήσι. Δεν έβρισκε, όμως, ανταπόκριση από τους Στερεοελλαδίτες καπεταναίους, λόγω της έχθρας που χώριζε αυτούς και τους Σουλιώτες.
Ο Καραϊσκάκης, τους Σουλιώτες τους μισούσε από παλιά επεισόδια που είχαν μεταξύ τους στ' Άγραφα. Εκτός από τους Τζαβελαίους με τους οποίους συμφιλιώθηκε, το μίσος του για τους Μποτσαραίους δεν έσβηνε. Μόνο το Μάρκο αναγνώριζε ως ίσο, γενναίο πολεμιστή και άνθρωπο.

Στις 7 Αυγούστου, από το Μικρό Χωριό, ο Μάρκος στέλνει τρεις έμπιστούς του μέσα στο ασκέρι των Αλβανών για αναγνώριση. Έστειλε τον εξάδερφό του Θανάση Τούσια Μπότσαρη, το Θανάση Κουτσονίκα και το Γιάννη Μπαϊρακτάρη. Εισχωρούν πρωί μέσα στο στρατόπεδο και συλλέγοντας πολύτιμες πληροφορίες επέστρεψαν στο Μικρό Χωριό. Συγκαλεί σε συνάντηση τους ντόπιους καπεταναίους που στρατοπεδεύουν στα Λακώματα της Καλιακούδας, κοντά στο χωριό Κλαψί. Στην πρόσκλησή του γράφει: "Αδελφοί Καπεταναίοι. Εγώ ήρθα εδώ και σκοπόν έχω να προσβάλω τον πασά. Αν θέλετε κατεβάτε κάτω στον Άγιον Νικόλαον του χωριού Κλαψίου να κουβεντιάσουμε και να τον κτυπήσουμε μαζί και αν δεν θέλετε μην έρχεσθε".
Ο Ζυγούρης Τζαβέλας, οι Γιολδασαίοι, ο Φωτομάρας, ο Ζέρβας, ο Σιαδήμας και οι Κοντογιανναίοι από την Φθιώτιδα, ανταποκρινόμενοι στην πρόσκλησή του, βρέθηκαν στο Κλαψί, για να ακούσουν το σχέδιο του Μάρκου. Εκεί, ο Μάρκος, τους εξήγησε το σχέδιο της επίθεσης. Αυτός με τους πολεμιστές του, από την μεριά της ποταμιάς, θα προσεγγίσουν το κυρίως σώμα του εχθρού που βρίσκονταν στο Κεφαλόβρυσο και οι υπόλοιποι, θα το χτυπήσουν από τη μεριά της Μπιάρας. Λόγω της μικρής δύναμης πολεμιστών, μπροστά στον πολυάριθμο εχθρό, αυτός με τους δικούς του, θα εισβάλει νύχτα μέσα στο κέντρο του στρατοπέδου, ώστε να πετύχουν αιφνιδιασμό και σύγχυση στον εχθρό. Οι υπόλοιποι περί τους 2.000 θα τους χτυπούν πλαγιομετωπικά και παράλληλα θα αποτρέπουν κίνηση των άλλων δύο στρατοπέδων προς το Κεφαλόβρυσο.
Ο Γιάννης Γιολδάσης, ακούγοντας το παράτολμο σχέδιο, φέρνει αντιρρήσεις. Προτείνει την από το νότο κατά μέτωπο επίθεση, σε μια προσπάθεια εξαναγκασμού του εχθρού να υποχωρήσει προς τη Θεσσαλία. Ανησυχεί, όμως, και για την τύχη των δυο ομήρων που άφησε ως εγγύηση στον πασά.
Ο Μάρκος του απάντησε: "Ας παν κι αυτοί κορμπάνι για το γένος" κι έκλεισε με το αρχικό του σχέδιο.

Οι Σουλιώτες καπεταναίοι κάνουν διεισδύσεις από τον Άγιο Αντρέα και την Μπιάρα με στόχο τους τον έλεγχο της πρόσβασης προς τα ανατολικά του εχθρικού στρατοπέδου. Ασφαλίζουν τη μεγάλη και αφύλακτη στρατηγική διασέλα, βόρεια του Κώνισκου και την πρόσβαση από την Άγιο Ανδρέα - Μπιάρα και μέχρι τον Καρπενησιώτη ποταμό. Με την εκδήλωση της επίθεσης του Μάρκου στο στρατόπεδο του Κεφαλόβρυσου, το τμήμα αυτό θα χτυπούσε από τα ανατολικά. Παράλληλα βόρεια προς το μέρος του Καρπενησιού και δυτικά προς τη μεριά της Μεσοχώρας όπου βρίσκονταν οι 3.000 Μιρντίτες, ώστε να καθηλώσουν τα άλλα δύο αυτά εχθρικά στρατόπεδα στις θέσεις τους.
Αν και όλη η προεργασία της επίθεσης γίνονταν μυστικά, δεν έλειψαν οι προδότες που φρόντισαν να ενημερώσουν τον Μουσταή Πασά για τις προθέσεις του Μάρκου. Αυτός, υπεροπτικά, καθησύχαζε τους αξιωματικούς του, λέγοντάς τους, πως όλον τον καιρό αναζητεί να χτυπηθεί με κλέφτες, οι οποίοι έχουν χαθεί από το φόβο τους, αλλά υποψιάζονταν, ότι δε θα τολμήσουν να αναμετρηθούν με τον ασύγκριτα πολυάριθμο στρατό του.
Ο Τζελαλεντίν Μπέης, επέμενε, ότι γνωρίζει το Μάρκο και ξέρει, ότι αψηφά τους κινδύνους και θα χτυπήσει.
Ο Μουσταής, απαντά για το Μάρκο ειρωνικά. Μόνο ο Τότι Πρέγκα, ο αρχηγός των Μιρντιτών, λαμβάνει σοβαρά τα μηνύματα και χτίζει προχώματα.

Τα μεσάνυχτα 8 προς 9 Αυγούστου του 1823, πέντε ώρες μετά το βασίλεμα του ήλιου, ο Μάρκο(ς) Μπότσαρης με 350 μπαρουτοκαπνισμένους Σουλιώτες, εκ των οποίων οι 20 Ευρυτάνες, χωρισμένοι σε μικρές ομάδες, εισβάλουν στο στρατόπεδο του Κεφαλόβρυσου από τη ποταμιά.
Ως γνωστόν, η ενδυμασία των τουρκαλβανών είναι πανομοιότυπη με τη φουστανέλα των Ελλήνων, επίσης ίδια είναι και η γλώσσα τους, η αρβανίτικη και αυτό το εκμεταλλεύεται ο Μάρκος με τους πολεμιστές του. Όμως, για να γνωρίζονται μεταξύ τους, φοράνε μαντίλια στο κεφάλι και ανασκουμπώνουν τα μανίκια τους. Οι Σουλιώτες, για την αναμεταξύ τους αναγνώριση (για την αποφυγή σύγχυσης), χρησιμοποιούν το σύνθημα "τσίλι γιε τι;" (ποιος είσαι συ;) και ως παρασύνθημα το "χέκουρ" (σίδερο). Με αυτόν τον τρόπο εισέβαλαν στο κέντρο του στρατοπέδου, χωρίς να τους πάρουν είδηση. Οι περισσότεροι τουρκαλβανοί κοιμόντουσαν και οι υπόλοιποι, αμέριμνοι από την ήσυχη νύχτα του Αυγούστου, δεν υποψιάζονται το κακό που τους περιμένει. Οι Σουλιώτες, σαν τα ξωτικά της νύχτας, διαβαίνουν ανάμεσά τους και μέσα απ' τις φορεσιές τους, σιγά -σιγά, φανερώνονται τα αστραφτερά γιαταγάνια τους.

Ξάφνου, τη γαλήνη της νυχτιάς την αναστατώνει η σάλπιγγα της επίθεσης. Τα σουλιώτικα γιαταγάνια δε γυαλίζουν πια από το φεγγαρόφωτο της νύχτας, αλλά από το αίμα των τρομοκρατημένων τουρκαλβανών, που προσπαθούν να κρυφτούν ακόμη και από την ίδια τους τη σκιά. Το Κεφαλόβρυσο, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, μετατρέπεται σε ένα απέραντο σφαγείο ανθρώπων.
Οι Σουλιώτες, αλαλάζοντας σαν τρελοί, δεν ανασαίνουν ούτε στιγμή. Ήταν ένας αγώνας δρόμου, για να μην προλάβουν οι τουρκαλβανοί να συνέρθουν και ο κάθε Σουλιώτης έσφαζε τους εχθρούς του τον έναν πίσω από τον άλλον. Βλέποντας τους "αήττητους" του Μουσταή Πασά της Σκόνδρας πανικοβλημένους και πνιγμένους στο αίμα, ορμούν με ακόμα περισσότερη μανία και ατέλειωτο πάθος. Μεγάλος είναι ο πανικός και η σύγχυση που επικρατεί στους τουρκαλβανούς. Δεν ξέρουν από ποιον να φυλαχτούν και σφάζονται μεταξύ τους.
Ο Μάρκος, που δεν χορταίνει τον πανικό που έσπειρε, ψάχνει για αξιωματούχους προς σφαγή. Με το βλέμμα του αετού που αναζητεί το θήραμά του και με το αιματοβαμμένο σπαθί στο χέρι του, τραυματίζεται κοντά στα σκέλια του από βόλι, αλλά αδιαφορεί και απτόητος συνεχίζει. Σώνει και καλά, ψάχνει να βρει το θύμα του. Ξάφνου βρίσκεται στο "κουλούρι του Καραγιάννη" που πίστεψε, ότι υπήρχαν αξιωματικοί και γεμάτος πάθος ορμά στον μαντρότοιχο. Δεν τα κατάφερε όμως. Ένα βόλι τον βρίσκει πάνω από το δεξί του μάτι και έγειρε, γονάτισε, έπεσε καταγής. Το λιοντάρι της Ηπείρου κείτεται πια νεκρό. Ο Θανάσης Τούσιας Μπότσαρης, ο ξάδερφος του Μάρκου, βλέποντάς τον πεσμένο στο χώμα, τον αρπάζει στις πλάτες του και με γρήγορες κινήσεις εγκαταλείπει το διαλυμένο πλέον στρατόπεδο. Σε λίγο ξημερώνει και το σύνθημα της αποχώρησης σηματοδοτεί το τέλος της μάχης.

Καθώς οι πρώτες αχτίδες του ήλιου διαπερνούν τον αχνό της πρωινής υγρασίας, ανακατεμένον μ' εκείνον του καμένου μπαρουτιού και του αίματος που αχνίζει, οι Σουλιώτες αποχωρούν χωρίς τον κίνδυνο να τους ακολουθήσει κανείς. Εξάλλου, οι τουρκαλβανοί, δεν συνειδητοποίησαν ακόμη τι τους συνέβη και συνεχίζουν να σφάζονται μεταξύ τους. Λουσμένοι πατόκορφα απ' το εχθρικό αίμα γελούν με το κατόρθωμά τους. Μαζί τους, εκτός τα πολλά λάφυρα, σέρνουν αιχμάλωτο και τον διοικητή του στρατοπέδου, τον Άγο Βασιάρη. Όταν απομακρύνονται αρκετά από το διαλυμένο στρατόπεδο και χάνονται οι κραυγές του πόνου και της απελπισίας, φτάνουν σε ένα αναπάντεχο θέαμα. Σε ένα πλάτωμα του Κώνισκου, βλέπουν τον αρχηγό τους, το Μάρκο, νεκρό. Δίπλα του, οι συνοδοί του σκυφτοί και αμίλητοι. Η χαρά της νίκης μετατρέπεται σε οδύνη και το μίσος της εκδίκησης τρελαίνει το μυαλό τους. Με μιας γονατίζουν τον αιχμάλωτο Άγο Βασιάρη μπρος στο σώμα του αρχηγού τους, όπως ορίζουν τα αρχαία πολεμικά έθιμα, και τον σφάζουν.
Η είδηση του χαμού του Μάρκου Μπότσαρη ακούγεται σαν στρίγγλα και σχίζει βουνά και λαγκάδες σέρνοντας μοιρολόγια σε όλη την επαναστατημένη Ελλάδα. Ο Μάρκο(ς) Μπότσαρης, εκεί, στο Κεφαλόβρυσο, διάβηκε την πύλη της αιωνιότητας. Μαζί και 60 σύντροφοί του.
Το μίσος του Μουσταή Πασά της Σκόνδρας, έπειτα από το χαλασμό που του προξένησαν οι Σουλιώτες, δεν περιγράφεται. Περί τους χίλιους οι νεκροί αντάμα με τους τραυματίες, χώρια αυτοί που σκόρπισαν και δεν επέστρεψαν από τον πρωτόγνωρο τρόμο που έζησαν. Μα πάνω απ' όλα καταρρακώθηκε το ηθικό του στρατού του. Από τους δυο ομήρους του πασά, ο μεν Γιάννης Ράμος απαγχονίστηκε αμέσως, ο δε παπα-Γιώργης, τη νύχτα του χαλασμού, κατάφερε να δραπετεύσει.

Η μάχη του Κεφαλόβρυσου στο Καρπενήσι ήταν επιτυχής. Το αποτέλεσμά της, όμως, θα ήταν καλύτερο, αν δεν υπήρχε η αδικαιολόγητη καθυστέρηση συμμετοχής στη μάχη του τμήματος από την ανατολική πλευρά. Μόνο ο Κίτσος Τζαβέλλας με τους πολεμιστές του ενήργησε έγκαιρα, πράγμα που αποδείχτηκε σωτήριο για την έκβασή της. Η σύγχυση μεταδόθηκε και στα υπόλοιπα εχθρικά στρατόπεδα, τα οποία, μη γνωρίζοντας τι συμβαίνει, καθηλώθηκαν στις θέσεις τους.

Μια ιστορική παράμετρος της μάχης, ήταν ο τρόπος κρούσης αυτής. Ήταν η πρώτη μάχη στη παγκόσμια πολεμική ιστορία με τα χαρακτηριστικά των σύγχρονων καταδρομών!

- Γκιόλιας Μ., Ιστορία Της Ευρυτανίας στους Νεότερους Χρόνους (1393 - 1821), Εκδόσεις «ΠΟΡΕΙΑ», Αθήνα 1999. 616 σελ.
- Μηχιώτης Χ., Τυμφρηστός και Τυμφρήστιοι, Εκδόσεις «ΚΑΣΤΑΛΙΑ», Αθήνα 1990. 296 σελ.

Μετά την προδοτική συνθηκολόγηση της επίορκης ηγεσίας των ενόπλων δυνάμεων με τους Γερμανούς - Ιταλούς εισβολείς και την άνανδρη εγκατάλειψη της χώρας από το βασιλιά και την πολιτική ηγεσία της χώρας - αφήνοντας έναν λαό στη τύχη του - στην Ευρυτανία, ο προβληματισμός για το τι μέλει γενέσθαι ήταν έντονος. Οι Ευρυτάνες, με παράδοση στους απελευθερωτικούς αγώνες, από τον Μάιο του 1941, άρχισαν συσκέψεις για την οργάνωση της αντίστασης ενάντια στον κατακτητή.

Η αναρχία που επικρατούσε στα χωριά (ληστείες, αρπαγές, εκβιασμοί, βία), μαζί με την, σχεδόν, παντελή έλλειψη τροφίμων, δημιούργησε μια αφόρητη κατάσταση. Έτσι, οι Φώτης Χατζηθάνος, δάσκαλος και έφεδρος ανθυπολοχαγός, Σταύρος Μαντής, Απόστολος Νταής, Πάνος Καρανίκας και Σταύρος Μέρος συναντήθηκαν στο χωριό Χρύσω του πρώην Δήμου Αγραίων, συζήτησαν για την επικρατούσα κατάσταση και εκτίμησαν τις προοπτικές αντιμετώπισής της.

Η αχτιδική επιτροπή του Κ.Κ.Ε. Φθιώτιδας - Ευρυτανίας, έχοντας ως γραμματέα της το Γιώργο Γιαταγάνα, και η υπαχτίδα της Ευρυτανίας, που την αποτελούσαν οι Μήτσος Μπακόλας (γραμματέας της), Σπύρος Γκούβας (Καπλάνης), Νιόνιος Κωστομητσόπουλος, Σπύρος Τσακανίκας, Γιάννης Τσοπανάκης, Γιάννης Μανίκας από το Μικρό Χωριό, Μήτσος Τσουγκρής από το Καλεσμένο, Ιάκωβος Κατσόγιαννος από τον Κλειτσό, Πάνος Κολόκας από την Παπαδιά, Μανώλης Ξανθάκης, Στέφανος Θάνος από το Σαραντάπορο, Σεραφείμ Στρατίκης και Γιάννης Καρακωστής, έπιασαν, αμέσως, δουλειά.

Στις 16 Ιουνίου του 1941, προσποιούμενος τον ζωέμπορα, επισκέπτεται το Καρπενήσι ο Θανάσης Κλάρας (Άρης Βελουχιώτης). Στη συνοικία "Τσιμπουκάρο", στο σπίτι της δασκάλας Ειρήνης Στρατίκη, συγκεντρώθηκαν οι Σπύρος Τσακανίκας, Σπύρος Γκούβας, Μήτσος Μπακόλας, Σεραφείμ Στρατίκης και Γιάννης Καρακωστής, όλοι τους μέλη του τοπικού Κ.Κ.Ε. Εκεί, ο Άρης, τόνισε την ανάγκη μιας εθνικοαπελευθερωτικής προσπάθειας.

Στις αρχές Οκτωβρίου του 1941, σύσσωμοι οι Καρπενησιώτες κατέβηκαν στην πλατεία για να διαμαρτυρηθούν στις κατοχικές αρχές. Εκεί, αποφάσισαν τη συγκρότηση επιτροπής την οποία αποτελούσαν οι Μήτσος Μπακόλας, Γιώργος Παπαδογούλας, Δημήτρης Ζαρίδας και Σπύρος Τσακανίκας. Αμέσως, παρουσιάστηκαν στον Αστυνομικό Διευθυντή Γιώργο Μοίρα ο οποίος τους έδιωξε έξαλλος! Ο τότε εισαγγελέας Χρήστος Αρχιμανδρίτης τους δέχτηκε και συμφώνησε στο αίτημα των κατοίκων για παρακράτημα του 20% των εξαγόμενων ειδών που λυμαίνονταν οι μαυραγορίτες, για την αποφυγή της πείνας που στο μεταξύ είχε θεριέψει. Μετά απ' αυτό, ως υπεύθυνοι παραλαβής ορίστηκαν ο Δημήτρης Κλειτσάκης και ο Σπύρος Τσακανίκας και υπό την επίβλεψη της Ειρήνης Στρατίκη, τα τρόφιμα μοιράζονταν στις οικογένειες που πράγματι τα είχαν ανάγκη. Αποτέλεσμα αυτού του συλλαλητηρίου - το πρώτο στην κατεχόμενη Ευρώπη - ήταν να μην θρηνήσει θύματα πείνας το Καρπενήσι!

Ο Άρης Βελουχιώτης, στις 14 Οκτωβρίου του '41, επιστρέφει και πάλι, για να κάνει γνωστή την ύπαρξη -ίδρυση του Ε.Α.Μ. (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο), καθώς και την ιδρυτική διακήρυξή του. Ο ενθουσιασμός των κατοίκων για την είδηση αυτή ήταν μεγάλος. Μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα και από καφενείο σε καφενείο αστραπιαία, κάτω από τη μύτη των Ιταλών κατακτητών. Έφτασαν σε τέτοιο σημείο, ώστε να διαβάσουν την διακήρυξη του Ε.Α.Μ., στο τέλος της κυριακάτικης Θείας Λειτουργίας, μέσα στην Εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στο Κλαψί!

Μερικούς μήνες αργότερα, στις 3 Ιανουαρίου του 1942, ο Άρης Βελουχιώτης επιστρέφει και πάλι, για σύσκεψη με τα στελέχη του Ε.Α.Μ. στο Νομό Ευρυτανίας. Στον σημερινό πεζόδρομο στην Κοσμά του Αιτωλού, βρίσκονταν το εστιατόριο του Θανάση και του Γρηγόρη Κοντοπάνου. Υπό χιονόπτωση, συγκεντρώθηκαν εκεί, στις 8.00' το βράδυ, οι Άρης Βελουχιώτης, Μήτσος Μπακόλας, Σπύρος Γκούβας, Σπύρος Τσακανίκας (από την οργάνωση Καρπενησίου), Δημοσθένης Πρέντζας και Βασίλης Σιαφάκας (από τη Λάσπη), Κ. Σαμανής (από το Μικρό Χωριό), Φάνης Παλιούρας (από το Μεγάλο Χωριό), Ανδρέας Κονδύλης (από το Κλαψί), Πάνος Γιαννέλος (από τη Βίνιανη) και Μήτσος Τσιουγκρής (από το Καλεσμένο). Εκεί, εκτός των άλλων, συζήτησαν και την ανάγκη για ένοπλη αντίσταση κατά των κατακτητών!

Δύο μήνες αργότερα, στις 24 Μαρτίου του 1942, πλειάδα ανήσυχων νέων της Πόλης, συγκεντρώθηκε στην κεντρική πλατεία του Καρπενησίου! Στο μυαλό τους είχαν την Εθνική Επέτειο της 25ης Μαρτίου. Πώς γίνεται να περάσει χωρίς καμία εκδήλωση μια τόσο σημαντική για τον Ελληνισμό μέρα, αναρωτήθηκαν κι αποφάσισαν να μην μείνουν άπραγοι! Κόβουν σύρμα από μια αυλή και κισσό από το Γυμνάσιο κι έτοιμο της επόμενης μέρας το στεφάνι! Το πρωί, με όση επισημότητα μπορούσαν, κάτω από την ιταλική σημαία που κυμάτιζε στο Διοικητήριο, συντάχθηκαν σε γραμμή και ο Δημοσθένης Τσακνιάς κατέθεσε το στεφάνι μπροστά από την προτομή του ήρωα Μάρκου Μπότσαρη! Έπειτα έψαλλαν τον εθνικό μας ύμνο καταχειροκροτούμενοι από τον κόσμο. Στο χειροκρότημα παρασύρθηκαν και οι καραμπινιέροι, χωρίς να γνωρίζουν περί τίνος πρόκειται. Την επόμενη ημέρα, άρχισε ένα ανελέητο κυνηγητό, ευτυχώς, χωρίς αποτελέσματα, μιας και οι "υπαίτιοι" κρύφτηκαν, όπως ο Δημοσθένης που κρύφτηκε, για ένα μήνα, στο σπίτι της αδερφής του, στο Κλαψί.

Το Μάιο του 1943, οι ιταλικές κατοχικές δυνάμεις, κάτω από την έξαρση του αντάρτικου που φούντωνε όλο και περισσότερο, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την Πόλη. Το Καρπενήσι γίνεται η ελεύθερη πρωτεύουσα της Ελλάδας. Εδώ, είχαν τις έδρες τους οι κεντρικές επιτροπές του Ε.Α.Μ. (Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου), του Ε.Λ.Α.Σ. (Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού), της Ε.Π.Ο.Ν. (Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων), της Εθνικής Αλληλεγγύης, του Κ.Κ.Ε. και όλων των κομμάτων που αποτελούσαν το Ε.Α.Μ.. Η Π.Ε.Ε.Α. (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης - Κυβέρνηση βουνού), στις 8 Ιουνίου του 1944, αποφάσισε τη δημιουργία, στην ελεύθερη Ελλάδα, δυο παιδαγωγικών φροντιστηρίων που είχαν ως έδρα τους το ένα στο Καρπενήσι και το άλλο στην Τύρνα (σημερινή Ελάτη) Τρικάλων.

Στο φροντιστήριο του Καρπενησίου δίδαξαν οι παιδαγωγοί Κώστας Σταματίου και Μιχάλης Παπαμαύρου -είχαν οριστεί συνδιευθυντές - οι φιλόλογοι Αλέκος Παπαγεωργίου και Τάσος Βαφειάδης, οι φυσικομαθηματικοί Νίκος Μπρούζος και Μήτσος Βαϊτσης, ο δάσκαλος Κώστας Παπανικολάου, ο καθηγητής Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, Δημ. Πάλλας και για ένα διάστημα ο καθηγητής της Γεωλογίας στο Αθηναϊκό Πανεπιστήμιο και πρόεδρος της Ε.Π.Ο.Ν. Γ. Γεωργαλάς.

Οι γερμανικές κατοχικές δυνάμεις, από τα συχνά χτυπήματα του Ε.Λ.Α.Σ. και την ανεξέλεγκτη κατάσταση που τους είχε δημιουργηθεί, μη έχοντας άλλες επιλογές, έκαναν δύο αποτυχημένες προσπάθειες εκκαθάρισης του Νομού Ευρυτανίας. Στόχος τους ήταν η κατά μέτωπο αναμέτρηση με τον Ε.Λ.Α.Σ., ώστε να του καταφέρουν ισχυρό πλήγμα. Ο Ε.Λ.Α.Σ., όμως, χρησιμοποιούσε την παλιά και δοκιμασμένη τακτική του κλεφτοπόλεμου. Χτυπούσε όποτε ήθελε, όπου ήθελε, και όσο ήθελε! Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, οι Γερμανοί, να φύγουν χωρίς να πετύχουν το στόχο τους! Όμως, στο διάβα τους, άναβαν φωτιές κι άφηναν πίσω τους στάχτες και αποκαΐδια.

Η πρώτη εισβολή έγινε στις 7 Νοεμβρίου του 1943 με δύο τμήματα επίλεκτων και με την υποστήριξη τεθωρακισμένων που το ένα ξεκίνησε από την Λαμία και το άλλο από το Αγρίνιο. Ο Ε.Λ.Α.Σ. φρόντισε να απομακρύνει τον κόσμο από τις εστίες του και ρίχτηκε στη μάχη. Σε μια μάχη ψυχοφθόρα, όπου χτυπούσε τις φάλαγγες των Γερμανών κατά τα πρότυπα του κλεφτοπόλεμου. Η τακτική του Ε.Λ.Α.Σ. είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση μεγάλων φθορών, ενώ οι Γερμανοί, ως αντίποινα, όπου περνούσαν, ξεσπούσαν σε λεηλασίες και εμπρησμούς. Στο άδειο από κατοίκους Καρπενήσι ανατίναξαν όλα τα μεγάλα κτίρια, ανάμεσά τους και το Γυμνάσιο, κι έκαψαν τα περισσότερα σπίτια, αφού πρώτα λεηλάτησαν τα πάντα. Οι απώλειες και από τις δύο πλευρές ήταν μεγάλες.

Η δεύτερη εισβολή έγινε στις 9 Αυγούστου του 1944, όπου επικράτησε και πάλι το ίδιο σκηνικό. Δηλαδή απόσυρση των κατοίκων σε μέρη ασφαλή και κλεφτοπόλεμος. Το Καρπενήσι, που, καλά -καλά, δεν πρόλαβε να συνέλθει από την πρώτη καταστροφή, τυλίχθηκε ξανά στις φλόγες των βαρβάρων, που, όμως, και τούτη τη φορά, απέτυχαν στο σκοπό τους.

Περισσότερα για τον Άρη Βελουχιώτη...

Ο εμφύλιος πόλεμος είναι, ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί ανάμεσα σε μέλη μιας ομάδας ανθρώπων με κοινή πορεία ζωής, ανεξάρτητα με τον αν οι άνθρωποι αυτοί αποτελούν οικογένεια, χωριό, πόλη ή κράτος. Υπό το πρίσμα αυτό, νοήμων άνθρωπος δεν επιτρέπεται, όταν γίνεται αναφορά στα γεγονότα του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, να παίρνει, με οποιονδήποτε τρόπο, θέση και να καυχιέται για τα έργα, τις πράξεις και τις ημέρες της μιας ή της άλλης πλευράς, διότι δεν μπορούμε και δεν πρέπει να νιώθουμε υπερήφανοι για τα εκατέρωθεν "κατορθώματα". Κοντολογίς, αντί της μεροληπτικής στάσης και των κομπασμών, επιβάλλεται η σε βάθος μελέτη της περιόδου εκείνης και η ανάλυση των διαδραματισθέντων γεγονότων. Αυτό, για έναν και μοναδικό λόγο. Για να μην ξαναπέσουμε στα ίδια λάθη, τα οποία, στην προκειμένη περίπτωση, αφενός μεν σημάδεψαν, με μελανά και, μάλλον, ανεξίτηλα χρώματα, τη νεότερη ιστορία μας, αφετέρου, μέσα από την κατ' εξακολούθηση κτηνωδία, ανέδειξαν και το μέγεθος της απερίγραπτης απανθρωπιάς που κρύβει το ανθρώπινο είδος μέσα του.
Η ειρωνεία είναι, ότι ο εμφύλιος πόλεμος της δεκαετίας του '40, θυμίζει -για να μην πούμε, ότι αποτελεί πιστό αντίγραφο -τα αντίστοιχα γεγονότα που έλαβαν χώρα στον εμφύλιο πόλεμο του 1848. Τότε, οι εκατέρωθεν κατηγορίες για τους μεν ήταν "η εισβολή των Τούρκων", για τους δε το αυταρχικό ξενοκίνητο κράτος (η ξενοκρατία). Έτσι και τώρα, στον εμφύλιο του '46, έχουμε τις ίδιες αλληλοκατηγορίες, ήτοι "εισβολή Βουλγάρων" από τη μία, "ξενοκίνητο αυταρχικό κράτος" από την άλλη.
Αυτό συμπλέει με την πραγματικότητα που λέει, ότι ο Έλληνας λησμονεί εύκολα κι όποιος δεν γνωρίζει την ιστορία του, δεν είναι παρά ένα φύλο δένδρου που σέρνεται και παρασέρνεται από τους πέντε ανέμους. Βέβαια, σκοπός μας δεν είναι να αναλύσουμε τα του εμφυλίου πολέμου εδώ, αλλά να ιστορίσουμε κάποια γεγονότα που κυριολεκτικά, την περίοδο εκείνη, σημάδεψαν το Καρπενήσι.
Ας αγγίξουμε, όμως, ακροθιγώς έστω, αυτά τα ίδια τα γεγονότα.
Η μάχη του Καρπενησίου, άφησε πίσω της μόνο νεκρούς, νεκρούς κι απ' τα δυο στρατόπεδα. Νεκρούς, που 'ταν νέα παιδιά... παιδιά γεμάτα ζωή, που 'χαν γονείς, που 'χαν συγγενείς, που 'χαν όνειρα, αλλά... αλλά δεν "είχαν πατρίδα"! Ήταν παιδιά, ήταν παλλικαρόπουλα που 'μοιαζαν με άγριας τριανταφυλλιάς μπουμπούκια που 'ταν έτοιμα τον τόπο γύρω να μυρώσουν, αλλά η ...τύχη τους έμελλε να σβήσουν μέσα σ' εκείνων των ημερών την παγωνιά και να πνιγούν στον άπατο ωκεανό ενός μίσους ανυπέρβλητου, που το τριήμερο 19, 20 και 21 Ιανουαρίου του 1949 έγινε τρικυμία και φουρτούνα και κατάπνιγε κάθε τι το ανθρώπινο!
Η κατάληψη του Καρπενησίου από τον Δ.Σ.Ε. (Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας) που διήρκησε 18 ημέρες, από πολιτικής και στρατιωτικής άποψης, συντάραξε την υφήλιο. Αυτό καθ' αυτό το γεγονός, από ιστορικής άποψης, για τον σύγχρονο ιστορικό, έχει αξία για πάρα πολλούς λόγους, εντούτοις οι νεκροί, των μαχών εκείνων, δεν πέρασαν απλά σε δεύτερη μοίρα, αλλά ξεχάστηκαν κιόλας. Ξεχάστηκαν ολοσχερώς, λες κι ήταν αυτοί οι υπαίτιοι του κακού, λες κι αυτοί ήταν το ανάθεμα μιας μεγάλης πληγής και το στίγμα μιας ολόκληρης φυλής.
Τα ανεκδιήγητα γεγονότα, οι πράξεις ντροπής της τότε εποχής, όσο κι αν εμείς τα αποφεύγουμε ή κάνουμε πως τα λησμονούμε, τόσο εκείνα καρτερούν και πάλι σαν κατάρα την ευκαιρία. Αυτό ειδικότερα αφορά, τους αδιαφορούντες διαχειριστές της εξουσίας, που οι προκάτοχοί τους, για της καρέκλας τους το ...θώκο, θυσίασαν χωρίς κανένα ίχνος ντροπής σαράντα επτά χιλιάδες (47.000) ψυχές. Κι εμείς, τα θύματα, ως πνευματικά ανάπηροι, συνεχίζουμε να τους χειροκροτούμε!
Για το "Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας", η κατάληψη του Καρπενησίου, είχε πολύπλευρους στόχους. Στόχους, όπως ο ανεφοδιασμός σε έμψυχο και άψυχο πολεμικό υλικό, η καθήλωση κυβερνητικών δυνάμεων στη περιοχή της Στερεάς, οι οποίες, μετά από την κάμψη του αντάρτικου στη Πελοπόννησο, συγκεντρώνονταν στη Μακεδονία για την τελική αναμέτρηση, αλλά και για λόγους γοήτρου, μιας και η ζυγαριά έγερνε πλέον προς τη μεριά των κυβερνητικών δυνάμεων.
Οι αντάρτες, στη διάθεση της επιχείρησης, διέθεταν την Ι Μεραρχία Θεσσαλίας με διοικητή τον Χαρίλαο Φλωράκη (Καπετάν Γιώτη), την ΙΙ Μεραρχία Στερεάς Ελλάδας με διοικητή τον Γιάννη Κομνά -Αλεξάνδρου (Καπετάν Διαμαντή), τη Σχολή Αξιωματικών του Δημοκρατικού Στρατού, καθώς και το Κ.Γ.Α.Ν.Ε. με διοικητή κάποιον με το επώνυμο Πέτσας.
Η Ι Μεραρχία μαζί με το Κ.Γ.Α.Ν.Ε. θα έκαναν την κρούση στη πόλη και η ΙΙ Μεραρχία θα ασφάλιζε όλες τις εισόδους περιμετρικά της πόλης, κυρίως τους δρόμους Λαμίας - Καρπενησίου και Αγρινίου - Καρπενησίου, προκειμένου να αποκρουστούν οι όποιες προσπάθειες ενίσχυσης των κυβερνητικών δυνάμεων.
Η πλευρά του Κυβερνητικού Στρατού, ο οποίος είχε στη διάθεσή του δυο (02) ενισχυμένα τάγματα πεζικού, χωροφυλακή, μαυροσκούφηδες, καθώς και ικανό αριθμό Μ.Α.Υ. (Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου), την παραμονή της επιχείρησης ενισχύθηκε με επιπλέον οπλίτες που μεταφέρθηκαν από τη Μακρακώμη.
Στο λόφο του Αγίου Δημητρίου νοτιοανατολικά της πόλης, στη θέση "Ρόβια" ανατολικά και στην Αγία Σωτήρα δυτικά, υπήρχαν απόρθητα φυλάκια στρατού, ενώ βόρεια, στη θέση "Δεξαμενή", ως και οι σκεπές των σπιτιών ήταν οχυρωμένες με στρατό.
Το ημερολόγιο έδειχνε 19 Ιανουαρίου 1949 και το ρολόι σημάδευε την 11η βραδινή, όταν οι πρώτοι πυροβολισμοί αναστάτωσαν τη μικρή πόλη και όσο περνούσε η ώρα, πύκνωναν όλο και περισσότερο.
Εκείνες τις ώρες, η Διοίκηση του Στρατού, υποτιμώντας την κατάσταση, βρίσκονταν σε ταβέρνα της πόλης, όμως, με το πέρασμα της ώρας, συνειδητοποίησε, ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει. Οι αντάρτες, από τη θέση "Δεξαμενή", επιχειρούσαν να διεισδύσουν στο κέντρο της πόλης, ενώ παράλληλα χτυπούσαν και τα φυλάκια στη θέση "Ρόβια" και στη θέση "Αγία Σωτήρα". Η μάχη ήταν σφοδρή, οι σφαίρες από τα πολυβολεία έπεφταν βροχή και οι όλμοι ήταν ασταμάτητοι. Ξημέρωσε και στη "Δεξαμενή" η μάχη γίνονταν σώμα με σώμα και τα κορμιά έπεφταν το ένα μετά το άλλο. Οι αντάρτες, με σθεναρή αντίσταση, απέκρουαν με πείσμα τις απανωτές επιθέσεις των στρατιωτών, κράτησαν τη "Δεξαμενή" ολόκληρη τη μέρα.
Η κατάσταση και για τα δυο στρατόπεδα ήταν απελπιστική. Αυτό διήρκησε μέχρι που η διοίκηση των ανταρτών που βρίσκονταν στον Άγιο Αθανάσιο, αποφάσισε να αποσύρει τα τμήματα από το προγεφύρωμά τους στη θέση "Δεξαμενή". Όμως, το μήνυμα της απόσυρσης δεν το έλαβαν οι αντάρτες, επειδή το σύρμα που είχαν απλώσει για συνεννόηση κόβονταν συχνά από τις σφαίρες των πολυβόλων. Έτσι, παρέμειναν στις θέσεις τους μέχρι που ξανανύχτωσε. Όπως ήταν φυσικό, με τον ερχομό της νύχτας, άρχισαν να μειώνονται οι επιθέσεις του στρατού. Όμως, αυτό έδωσε ευκαιρία αντεπίθεσης στους αντάρτες, οι οποίοι, τις πρώτες νυχτερινές ώρες, κατάφεραν να εισβάλουν στα Καρπενησιώτικα σοκάκια.
Από το λόφο του Αγίου Δημητρίου, η Σχολή Αξιωματικών των ανταρτών (Κ.Γ.Α.Ν.Ε.), κατάφερε να πάρει τα συνθήματα εισόδου και να παραπλανήσει την εκεί φρουρά. Έτσι, τα πολυβόλα και οι όλμοι του φυλακίου, άρχισαν να βάλουν κατά των άλλων δύο φυλακίων, που, όπως προείπαμε, βρίσκονταν στις θέσεις "Ρόβια" και "Αγιά Σωτήρα".
Από την πρώτη στιγμή της μάχης, ο στρατός, από τη Λαμία και το Αγρίνιο, προσπάθησε να στείλει ενισχύσεις στο Καρπενήσι, άλλα, όπως, επίσης, προαναφέραμε, τα τμήματα της ΙΙ Μεραρχίας των ανταρτών παρεμπόδιζαν την προσέγγισή τους.
Η αντίστροφη μέτρηση για την άμυνα της πόλης άρχισε. Στρατός, Χωροφυλακή, ΜΑΥδες και παρακρατικοί, όλοι τους άρχισαν να την εγκαταλείπουν, αποχωρώντας άτακτα. Το πρωί, οι φαντάροι από τη θέση "Ρόβια" σήκωσαν λευκό πανί, ενώ στην "Αγία Σωτήρα" εγκατέλειψαν τις θέσεις τους από νωρίς.
Η μάχη κόπασε και στον ουρανό φάνηκε ένα αναγνωριστικό αεροπλάνο τύπου Harvard. Προσπαθούσε να δει ποια ήταν η κατάσταση στη πόλη, μιας και δεν υπήρχε ασύρματη επαφή με την διοίκηση στη Λαμία. Με την εμφάνισή του, άρχισε πάλι το τουφεκίδι και το μικρό αεροπλάνο άρχισε να χάνει ύψος, ώσπου αναγκάστηκε να προσγειωθεί στη θέση Άγιος Γεώργιος. Σε αυτό επέβαιναν δύο πιλότοι. Ο επισμηναγός Παναγιώτης Η. Τσούκας από το Παλιόκαστρο Τυμφρηστού και ο Αμερικανός αντισμήναρχος Selden R. Edner. Οι αντάρτες, στο αντίκρισμα του Αμερικανού- ο οποίος ήταν ζωντανός ακόμη -αφήνιασαν και τον σκότωσαν επιτόπου.
Το πρωί της 21ης Ιανουαρίου του 1949, οι αντάρτες κατέλαβαν το Καρπενήσι και αποχώρησαν από αυτό μετά από 18 ημέρες, δηλαδή στις 9 Φεβρουαρίου του 1949. Στο χρονικό διάστημα αυτό, κατάφεραν να εφοδιαστούν με ό,τι τους ήταν απαραίτητο. Τις πρώτες μέρες, οργανώθηκε συνεργείο από πολίτες της πόλης, για τη συλλογή των νεκρών από τη μάχη. Μιας και δεν υπάρχει επίσημη καταγραφή, ο αριθμός τους παραμένει άγνωστος. Ανεπίσημα, γνωρίζουμε, ότι, αντάρτες και στρατιώτες, ανέρχονται σε εκατοντάδες, οι οποίοι, στην πλειοψηφία τους, θάφτηκαν σε ομαδικούς τάφους στη θέση "Δεξαμενή". Άλλωστε, εκεί έπεσαν και οι περισσότεροι. Όμως υπάρχουν διάσπαρτοι και άλλοι τάφοι, όπως αυτοί των δεκαεπτά (17) νέων κοριτσιών που ανήκαν στη Ι Μεραρχία του Δ.Σ.Ε. και βρίσκονται θαμμένα στον αύλιο χώρο ενός μαντριού!!!

Δείτε ένα σύντομο φιλμάκι από το Καρπενήσι του 1949...

1) Ο παλιός ρυθμός της ζωής στο Καρπενήσι.

Γέρος, παλιός Καρπενησιώτης διηγόταν στις αρχές του αιώνα μας: "Στο Καρπενήσι των μακρινών περασμένων χρόνων της Τουρκοκρατίας κι αργότερα, από βαθιά χαράματα άρχιζε η κίνηση της αγοράς. Οι χατζήδες στα πανδοχεία ("χάνια") ετοίμαζαν τον πατσά ή τη φασολάδα ή τον τραχανά για τους πρωινούς ταξιδιώτες. Οι σιδεράδες κάτω στη συνοικία "Γύφτικα" είχαν βάλει μπρος τα φυσερά τους κι ακούονταν από τα γύρω να τα σφυρηλατούν ρυθμικά στο αμόνι τους τα υνιά, τις σκεπαρνιές, τα δικέλια, τα τσεκούρια, τις σιδεριές. Στους στάβλους πετάλωναν ή ετοίμαζαν τ' άλογα και τις άμαξες για τα ταξίδια στη Λαμία ή αλλού. Οι φουρναρέοι είχαν κιόλας ξεφουρνίσει πριν φέξει το ψωμί για τους ταξιδιώτες ενώ σε λίγο με την ανατολή του ηλίου, οι ραφτάδες, οι τσαγκαράδες, οι μαραγκοί κι οι βαρελάδες κι όλοι οι άλλοι μαγαζάτορες, άνοιγαν τα μαγαζιά τους. Όσοι συνήθιζαν να σηκώνονται νωρίς άρχιζαν να ξεπροβάλλουν από τα σοκάκια και τις γωνιές φορώντας τον ανατολίτικο σκούφο, το ντουλαμά, τις κάλτσες και τα στρωτά παπούτσια. Με τη μαγκούρα στο χέρι τραβούσαν για τον πρωινό καφέ. Στην πλατεία ένας σαλεπιτζής γυρόφερνε το αχνιστό ρόφημα στο "γκεγούμι" με το μακρύ λαιμό...»"

- Μηχιώτης Χ., 1990. Τυμφρηστός και Τυμφρήστιοι, Εκδόσεις «ΚΑΣΤΑΛΙΑ», Αθήνα, 160 σελ.

2) Το Καρπενήσι προ της καταστροφής του από τους Γερμανούς το 1943.

Η ζωή της οικογένειας
Καταρχήν οι περισσότερες οικογένειες ήταν αρκετά μεγάλες, ένα ή δύο παιδιά είχαν ελάχιστες οικογένειες, ο μέσος όρος ήταν 5 - 6 παιδιά φθάνοντας σε πολλές περιπτώσεις και τα 10. Κάθε οικογένεια, πλην ελαχίστων, είχε αγελάδες, προβατίνες, γίδες, άλογο, γάιδαρο, μουλάρι - ένα ή δύο από κάθε είδος, ενώ απαραίτητα ήταν τα γουρούνια, οι κότες, τα κουνέλια κ.ά. Ορισμένοι είχαν και κοπάδια από πρόβατα ή γίδες, ανάλογα με τις δυνατότητας τους.
Υπήρχαν περίπου 700 αγελάδες και κάθε πρωί ο ιδιοκτήτης τους τις σκάριζε στο βουκουλιό, όπου περίμενε ο βουκόλος γελαδάρης να τις μαζέψει και να πάει να τις βοσκήσει. Ήταν 3 βουκολιά, ένα στη Λαγκαδιά, ένα στου Φούντα και ένα στο αλώνι του Κολοκυθάκι. Το καλοκαίρι, από Απρίλη έως Οκτώβρη γινόταν ένα κοπάδι που είχε τα στέρφα. Ο γελαδάρης τα έβοσκε μέρα νύχτα στην Πέτρα και στα Μεγάλα Λιβάδια (τοποθεσίες στους Άγιους Αποστόλους και στο σημερινό αθλητικό κέντρο αντίστοιχα.). Το ίδιο γινόταν και με τα πρόβατα και με τα γίδια. Οι τσοπάνηδες διορίζονταν από τους ιδιοκτήτες την ημέρα του Αγίου Γεώργιου και την ημέρα του Αγίου Δημητρίου για το κάθε εξάμηνο, ενώ καθορίζονταν και η αμοιβή του, κατά κεφάλι ζώου. Τα μεγάλα κοπάδια το καλοκαίρι πήγαιναν στο Βελούχι και τα έβοσκαν οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες ή όριζαν τσοπάνη μισθωτό.
Ο κάθε οικογενειάρχης έπρεπε να εργάζεται ως τεχνίτης, αγρότης, εργάτης, καταστηματάρχης κ.λ.π. για να συντηρεί την οικογένειά του και να μεριμνήσει για τα καυσόξυλα του χειμώνα. Η μάνα και τα μεγαλύτερα παιδιά δούλευαν στο σπίτι, στα χωράφια ή στα ζώα. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που είχαν εκχρηματιζόμενη οικονομία και ασχολούνταν με άλλα επαγγέλματα (γιατροί, δικηγόροι). Κάθε οικογενειάρχης καλλιεργούσε κήπο, χωράφια και παρήγαγε προϊόντα για την οικογένειά του. Σε περίπτωση ασθένειας ή γάμου παιδιού, αν δεν υπήρχε κομπόδεμα χρημάτων ο οικογενειάρχης όφειλε να πουλήσει μερικά ζώα, εφόσον είχε, διαφορετικά πήγαινε σε τοκογλύφο και δανειζόταν με δυσβάσταχτους όρους, υποθήκες χωραφιών, οικοπέδων κ.λ.π.
Τα παιδιά όταν τελειώναν το σχολείο τον Ιούνιο ακολουθούσαν και αυτά σε διάφορες εργασίες στα χωράφια, βόσκημα ζώων κ.λ.π. Πολλοί γονείς λόγω της φτώχειας έβγαζαν τα αρβυλάκια από τα παιδιά, τα άλοιφε με λίπος και τα κρέμαγαν ψηλα για να τα έχουν το φθινόπωρο που θα πηγαίναν σχολείο. Όλο το καλοκαίρι ήταν ξυπόλητα με πολλούς κινδύνους, από φίδια κυρίως.
Ο πραγματικός ήρωας της οικογένειας όμως ήταν η μάνα. Γύριζε το βράδυ εξουθενομένη από την ολοήμερη δουλειά κάτω από τον ήλιο, το κρύο ή τη βροχή χωρίς να πάρει ανάσα, έπρεπε να αρχίσει τις δουλειές του σπιτιού. Να αρμέξει τα ζώα, να ταϊσει, στη συνέχεια να βάλει το γάλα για να το πάει το μεγαλύτερο παιδί στα σπίτια που που το πουλούσαν, να ετοιμάσει το βραδινό φαγητό, που συνήθως ήταν τραχανάς, κουρκούτι, τηγανιτό, γλίνα, κλωτσοτύρι και αβγά. Κρέας η οικογένεια έτρωγε μια φορά ανά 8 ή 15 ημέρες σε ελάχιστες μερίδες. Το Πάσχα και τα Χριστούγεννα που έσφαζαν γουρούνι γινόταν φαγοπότι με κρέας, λουκάνικα, μπουμπάρια, τσιγαρίδες, καπνιστό ψαχνό (μεσίκλια). Το χοιρινό λίπος, η γλίνα, έλυνε τα χέρια της μάνας στο φαγητό για το πρωινό με τη μπουκουβάλα, τις ζυμαρόπιτες και τα τηγανιτά. Το λάδι ήταν πανάκριβο και το χρησιμοποιούσαν ελάχιστα με το σταγονόμετρο. Γι' αυτό η γλίνα (το λίπος του χοιρινού) έλυνε τα χέρια της νοικοκυράς στην παρασκευή του φαγητού.
Η μάνα, αφού τακτοποιούσε το βραδινό, όπως είπαμε, έπρεπε να ζυμώσει και να ψήσει ψωμί, να ετοιμάσει το φαγητό της επομένης, να σηκωθεί νύχτα, να ταϊσει τα ζώα που θα πήγαινε για δουλειά το πρωί, να αρμέξει πάλι τα ζώα, να ετοιμάσει το πρωινό για τα παιδιά για να πάνε σχολείο. Ακόμη να τους δώσει οδηγίες για το τι πρέπει να κάνουν όταν γυράσουν από το σχολείο.

Ο Γάμος
Ο πατέρας, ο παππούς ή όποιος μεγαλύτερος σε ηλικία συγγενής του γαμπρού πήγαινε στο σπίτι της νύφης ύστερα από συνεννόηση. Την κουβέντα ξεκινούσε ο πατέρας της νύφης "Πώς και μας επισκεφθήκατε, μωρέ καλά παιδιά; Τι καλός άνεμος σας έφερε;". Ο πατέρας του γαμπρού απαντούσε: "Είδαμε ένα καλό χωράφι που έχετε και επειδή κι εμείς έχουμε έναν καλό καλλιεργητή είπαμε να σεμπρέψουμε! Τί λέτε;". -"Αφού είναι έτσι και εμείς τον βλέπουμε για καλό καλλιεργητή και το αποφασίζουμε!" Αυτά και άλλα γίνονταν με την πρώτη συνάντηση. Εδώ να πούμε ότι ο γαμπρός και η νύφη μπορεί να βλέπονταν, αλλά κουβέντα τις περισσότερες φορες δεν είχαν ανταλλάξει μεταξύ τους. Ό,τι αποφάσιζαν οι γονείς ήταν το τέλειο και έπρεπε να πειθαρχήσουν.
Ακολουθούσε η συζήτηση για το οικονομικό: τι θα δώσουμε στη νύφη, τι έχει ο γαμπρός και πολλές φορές χάλαγε η δουλειά στο παζάρεμα και ο καθένας έπαιρνε το δρόμο του με ένα "συμπαθάτε μας που σας αναστατώσαμε". Αν πάλι τα έβρισκαν ακολουθούσε φαγοπότι, γλέντια κ.λ.π., οπότε έλεγαν και καμιά κουβέντα οι νεόνυμφοι εντελώς τυπικά. Οι γονείς καθόριζαν την ημερομηνία του γάμου.
Στο γάμο, που θα γινόταν την Κυριακή, η χαρά άρχιζε από την Τετάρτη, που γίνονταν τα προζύμια (τρία παιδιά που είχαν ζωντανούς και τους δυο γονείς κοσκίνιζαν το αλεύρι και όσοι ήταν γύρω έπρεπε να ρίχνουν κέρματα στη σίτα για να περνάει εύκολα το αλεύρι. Αυτά τα κέρματα τα έπαιρναν τα παιδιά. Τρία κορίτσια που είχαν επίσης και τους δυο γονείς ζύμωναν και έπλαθαν τις κουλούρες για το γάμο. Αν τύχαινε να βρεθεί εκεί ο γαμπρός τον προζύμωναν στο πρόσωπο. Ακολουθούσε χορός με τραγούδια από τα κορίτσια της γειτονιάς.
Την Παρασκευή έπαιρναν τα προικιά από το σπίτι της νύφης και τα μετέφεραν στο σπίτι του γαμπρού. Πήγαινε επίσης ένας στενός συγγενής να τα πάρει με άλογα ή μουλάρια αλλά οι γονείς της νύφης έκαναν πως δεν του τα έδιναν αν δεν τα ασημώσει (να βάλει πάνω στο σωρο λίγα χρήματα συμβολικά). Τότε τα κορίτσια της γειτονιάς έπαιρναν τα προικιά και τα έδιναν σε αυτούς που θα τα φόρτωναν στα ζώα. Κάθε κοπέλα φρόντιζε να μεταφέρει τα περισσότερα ώστε να παντρευτεί και αυτή όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Στο σπίτι του γαμπρού μετά το ξεφόρτωμα των προικιών γινόταν γλέντι.
Την Κυριακή ένας συγγενής του γαμπρού πήγαινε στο σπίτι της νύφης να της φορέσει τα παπούτσια, να την "ποδέσει". Έπειτα ο γαμπρός με φίλους και συγγενείς και με όργανα πηγαίναν και έπερναν τον κουμπάρο από το σπίτι του και μαζί με αυτόν πηγαίναν στο σπίτι της νύφης να την πάρουν για να την πάνε στην εκκλησία. Μπροστά από όλη την κουστωδία πήγαινε το φλάμπουρο. Ένας νεαρός με δυο κορίτσια κρατούσαν το φλάμπουρο (σημαία από ξύλο που στην κορυφή του είχε ένα σταυρό με μπηγμένα τρία μήλα και με ένα λευκό πανί κρεμασμένο που χρησίμευε ως σημαία).
Μετά τα στέφανα η μάνα του γαμπρού περίμενε στην πόρτα του σπιτιού τους νεόνυμφους και αφού τους τάιζε μέλι με καρύδια ή άλλο γλυκό έταζε κάτι στη νύφη (ένα βραχιόλι ή ένα φυλαχτό ή οτιδήποτε άλλο για να δείξει την αγάπη της). Έπειτα έδιναν στη νύφη μια κουλούρα ψωμί την οποία έβαζε στο κεφάλι της και με τα χέρια έκοβε κομμάτια και πετούσε στους συμπεθέρους. Όποιο αγόρι ή κορίτσι έπιανε ένα κομμάτι ήλπιζε ότι θα παντρευτεί σύντομα. Ακολουθούσε ολονύκτιο γλέντι, να σημειώσουμε εδώ ότι ο γαμπρός έβαζε μερικά από τα φαγητά και τα περισσότερα ήταν από τους καλεσμένους, οι οποίοι τα έστελναν από την παραμονή του γάμου στο σπίτι του γαμπρού σφάγια ολόκληρα ή τεμάχια, κρασί, γλυκά, πίτες, κ.λ.π. ανάλογα με το τι διέθετε ο καθένας. Το πρωί της Δευτέρας η πεθερά θα πήγαινε τη νύφη στη βρύση να πάρει νερό για να φέρει δροσιά και ευτυχία στο σπίτι.
Το κάλεσμα γινόταν με την τσίτσα. Η τσίτσα ήταν ένα μεγάλο ξύλινο παγούρι το οποίο στόλιζαν με λουλούδια, το γέμιζαν κρασί και 2-3 νέοι συγγενείς των νεόνυμφων πηγαίναν από σπίτι σε σπίτι και καλούσαν για το γάμο, δίνοντας την τσίτσα για να πιούν αυτούς που τους καλούσαν και τους έλεγαν: "Είστε καλεσμένοι στο τραπέζι και στη χαρά.", σε όσους δεν καλούσαν στο τραπέζι τους έλεγαν: "Είστε καλεσμένοι στη χαρά για συνδρομή".
Όταν ο γάμος γινόταν μεταξύ ενός Καρπενησιώτη και ενός από χωριό (γαμπρός ή νύφη) τότε το συμπεθερικό πήγαινε με άλογα ή μουλάρια καβαλαριά. Τότε τρεις νέοι, καθώς πλησίαζαν στο χωριό, έτρεχα πιο μπροστά με άλογα να δώσουν την είδηση ότι έρχεται το συμπεθερικό. Αυτοί ήταν οι συχαριάτες. Τους έδεναν ένα μαντήλι στο άλογο και γύριζαν πάλι να συναντήσουν το συμπεθερικό και να τους πουν ότι τους περίμεναν στο χωριό. Στην περίπτωση αυτή, όταν ερχόταν η νύφη μετά τα στέφανα στο σπίτι της πεθεράς οι νέοι και οι νέες τραγουδούσαν "πέζα μήλο, πέζα ρόιδο, πέζα πέρδικά μας". Η νύφη έκανε ότι πετάει ένα μήλο, το γύριζε πίσω αστειευόμενη και τελικά το πετούσε και όποιος νέος ή νέα το έπιανε πίστευε πως σίγουρα θα παντρευτεί νωρίς.
Αυτή ήταν η όλη διαδικασία, παρόλο που ορισμένα από τα παραπάνω ήταν αναχρονιστικά τόσο για την προίκα όσο και για τον τρόπο που απουσία των νεόνυμφων λαμβάνονταν οι αποφάσεις από τους γονείς κ.λ.π. Οι γάμοι κατά κοινή ομολογία, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ήταν πετυχημένοι και πολύ σπάνια ακούγονταν χωρισμοί ή διαζύγια και γι αυτό γιατί οι νεόνυμφοι ανέχονταν ο ένας τον άλλον, είχαν υπομονή και δεν χώριζαν για ψύλλου πήδημα, όπως δυστυχώς γίνεται σήμερα. Ο χωρισμός τότε ήταν βαρύ παράπτωμα και ντρέπονταν οι χωρισμένοι να βγουν στην κοινωνία, ενώ ορισμένοι σήμερα καυχώνται γι' αυτό που έκαναν και χώρισαν.
Την επόμενη Κυριακή, μετά το γάμο, οι νεόνυμφοι κάνουν τραπέζι τους γονείς και τα αδέρφια της νύφης, ενώ τη μεθεπόμενη τους κάνουν τραπέζι οι γονείς της νύφης, τα λεγόμενα "πεστρόφια".
Στις συναντήσεις αυτές γίνονταν τα "ζώσματα", δώρα από τους μεν προς τους δε, παπούτσια, ρούχα και προπαντός πλεχτά (μάλλινα πουλόβερ, τσουράπια).

Εκκλησίες
Το Καρπενήσι είχε τις εξής εκκλησίες: Αγία Τριάδα, Παναγία, Αγία Παρασκευή, Άγιο Γεώργιο, Σωτήρας, Άγιο Στάθη, Άγιος Νικόλα, Άγιο Δημήτριο, Αγία Κυριακή, Μεσαμπελιά, Θεοτόκο, Αγίου Νικολάου Καρπενησιώτη.
Οι ενορίες με παπά ήταν δύο: Της Αγίας Τριάδας με παπά τον παπά - Αριστείδη (Αριστείδης Παπαγεωργίου) και αργότερα τον παπά - Κοντοπάνο και η ενορία της Παναγίας με παπά τον παπα - Κώστα (Παπανικολάου).

Παιχνίδια
Σήμερα όλα τα σπίτια είναι γεμάτα παιχνίδια πάσης φύσεως και μάλιστα πανάκριβα. Τότε ευτυχισμένος ήταν όποιος είχε μια μπάλα, κυρίως τα πλουσιόπιδα. Η δική μας η μπάλα (η μπαλα των φτωχών παιδιών) ήταν από τα κουρέλια που έμεναν από τις κουρελούδες των αργαλειών. Τα μαζεύαμε, τα ράβαμε και φτιάχναμε μια μπάλα που παίζαμε ποδόσφαιρο. Πολλές φορές στην προσπάθεια να κλωτσήσουμε, χτυπούσε η μύτη από το παπούτσι κάτω στο έδαφος και η σόλα ξεκολλούσε (αυτών που είχαν παπούτσια), ενώ ματώναν τα δάκτυλα των ποδιών των ξυπόλυτων.
Πολλά σπίτια είχαν αργαλειό. Εκεί τα κορίτσια φτιάχνανε τα προικιά, μαντανίες, κουβέρτες, βελέντζες και κουρελούδες (κόβανε σε λεπτές λουρίδες όλα τα παλιά ρούχα, τα έκανα κουβάρι και κατασκεύαζαν ωραία στρωσίδια). Κάθε κορίτσι έπρεπε να μάθει αργαλειό, μοδίστρα, πλεκτά κ.λ.π., εκτός των άλλων εργασιών του σπιτιού.
Άλλα παιχνίδια ήταν: τριότα, τσελίκα, γουρούνα, κρυφτό, κοκοσάκι, τόπι, κυνηγητό, καλόγερος, σκατιούλια. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία έπαιζαν και τυχερά παιχνίδια όταν είχαν χρήματα, όπως πεταρδάκι, κολτσίνα, 31.

Το πάσχα
Λαμπρή την ονομάζαμε και τέτοια ήταν. Όλοι φορούσαν τα γιορτινά, καινούρια ή μπαλωμένα που όλο το χρόνο η μάνα τα έταζε στα παιδιά "αν μπορέσουμε θα σας πάρουμε καινούρια παπούτσια, βρε παιδιά, γι' αυτό βοηθήστε και σεις λίγο για να οικονομήσουμε περισσότερα χρήματα".
Έσφαζαν το αρνάκι ή το κατσικάκι που το διπλοταϊζανε όλο το χρόνο. Το μισό το έκαναν καπαμά με τα εντόσθια και μαγγίπες και το άλλο μισό το έτρωγαν άλλη μέρα. Πολλοί αν είχαν περισσότερα αρνοκάτσικα έψηναν και στη σούβλα ολόκληρο. Έβαφαν τα αβγά και σε περίπτωση που είχαν καθάριο αλεύρι, αβγά και ζάχαρη έκαναν τσουρέκια και κουλούρια.
Τα μεσάνυχτα που θα χτυπούσε η καμπάνα με τη λαμπάδα στο χέρι, τα γιορτινά μας ρούχα, καλοστολισμένοι ξεκινάμε για την εκκλησία. Εμείς τα παιδιά, που νηστεύαμε όλη τη Σαρακοστή παίρναμε από ένα κόκκινο αβγό να το τσουγκρίσουμε μέσα στην εκκλησία όταν ο παπάς πει "Χριστός Ανέστη". Όταν τελείωνε η εκκλησία ευχόμασταν "Χρόνια πολλά" με συγγενείς, γνωστούς και αγνώστους ενώ συμφιλιωνόμασταν με όσους είχαμε παρεξηγηθεί κατά τη διάρκεια του χρόνου.
Γυρίζοντας στο σπίτι, μετά την εκκλησία, αφού ευχυθούμε και πάλι καθόμασταν στο τραπέζι να ψάλουμε όλοι μαζί το "Χριστός Ανέστη", να τσουγκρίσουμε τα αβγά και να πέσουμε με τα μούτρα στη μαγειρίτσα ή τη σούπα που είχε ετοιμάσει η μάνα από την παραμονή, από την κότα που σφάζαμε για αυτή τη μέρα.
Το πρωί όλοι ξεκινούσαμε για τις καθημερινές δουλειές που είχαμε με τα ζώα, κυρίως άρμεγμα, τάισμα και βόσκημα στα χωράφια. Το μεσημέρι μαζευόμασταν πάλι όλοι μαζί για το μεσημεριανό φαγητό. Το απόγευμα μετά το φαγητό πηγαίναμε στο γλέντι. Την πρώτη μέρα της Λαμπρής νέοι και νέες έστηναν χορό στα αλώνια της Λαγκαδιάς και οι γύρω Καρπενησιώτες πρόσφεραν αβγά, τυρί, ψητό, καπαμά, κρασί και ό,τι άλλο είχαν. Τη δεύτερη μέρα επαναλαμβάνονταν το ίδιο στα αλώνια του Ιερομνήμονα και την Τρίτη στα αλώνια του Χασαν - Αγά με τις ίδιες προσφορές σε φαγητά από τους γύρω κατοίκους. Σημειώνουμε ότι με αυτές τις εκδηλώσεις γίνονταν και γνωριμίες των νέων και ακολουθούσαν συνοικέσια και γάμοι.

Τα χριστούγεννα
Τα ίδια με τα πιο πάνω γίνονταν και τα Χριστούγεννα, με μόνη τη διαφορά ότι έλειπαν τα κόκκινα αβγά, αλλά τα αναπλήρωνε με το παραπάνω το γουρούνι που σφάζαμε. Η κάθε οικογένεια, εκτός ελαχίστων, έτρεφε ένα γουρούνι 30-120 οκάδες. Το σπίτι γέμιζε κρέας και λίπος. Για τα παιδιά ήταν μεγάλη χαρά. Πρώτον θα έπαιρναν την κατρίστρα του γουρουνιού να την κάνουν μπαλόνι τρίβοντάς την μέσα στη στάχτη, δεύτερον το κρέας ήταν μπόλικο στο τραπέζι και όχι περιορισμένο, όπως τον υπόλοιπο καιρό, τρίτον μπομπάρια, λουκάνικα, τσιγαρίδες και μπουκουβάλα με λίπος ήταν σε αφθονία για πολλές μέρες μετά τα Χριστούγεννα. Στη συνέχεια, του Αγίου Βασιλείου και των Φώτων πάλι θα καλοπερνούσαν από πλευράς φαγητού.
Παραμονή Χριστουγέννων, Αγίου Βασιλείου, Φώτων και Πάσχα τα παιδιά γύριζαν στα σπίτια συγγενών και φίλων, συνήθως, αλλά και αγνώστων για να πουν τα κάλαντα. Μάζευαν χρήματα αλλα και αβγά, το Πάσχα, που τα έβαζαν σε στολισμένο με λουλούδια καλάθι, όπως και τα τραγούδια διατηρούνται και σήμερα. Τα χρήματα που μάζευαν τα έδιναν στη μάνα για να αγοράσει ζάχαρη, λάδι κ.λ.π., για να φτιάξει τηγανίτες ή μπακλαβά, να ξεχωρίσουν και αυτά, που περίμεναν αυτές τις μέρες όλο το χρόνο.

Αποκριές
Στο σπίτι του μεγαλύτερου σε ηλικία συγγενούς μαζεύονταν αδέρφια, ξαδέρφια, γυναίκες, παιδιά και έτρωγαν οικογενειακώς όλοι μαζί το βράδυ της Τυρινής. Κάθε νοικοκυρά ετοίμαζε το φαγητό της, κυρίως πίτες, γλυκά, κ.λ.π. χωρίς κρέας κατά το πλείστον, γιατί από την προηγούμενη Κυριακή (Κρετοαποκριές) σταματούσαν να τρώνε κρέας. Έτρωγαν, έπιναν, αστειεύονταν, τραγουδούσαν, χόρευαν μέχρι τα μεσάνυχτα, οπότε αντάλλασσαν ευχές και έφευγαν για τα σπίτια τους, γιατί μετά τις 12 άρχιζε η νηστεία. Οι περισσότεροι από τους πιο πάνω, κυρίως παιδιά, έρχονταν σε αυτή τη συγκέντρωση μασκαρεμένοι.
Την επόμενη μέρα (Καθαρά Δευτέρα) από πρωί άρχιζαν τα καρβουνιάσματα. Οι νέοι αναπαρίσταναν το γύφτικο γάμο με αστεία και πειράγματα μεταξύ τους, χόρευαν, τραγουδούσαν στη πλατεία κρασοπίνοντας μέχρι το βράδυ και τελικά χώριζαν με ευχές "Καλή Σαρακοστή" και "Χρόνια Πολλά".

Ξεφλουδίσματα καλαμποκιού
Η διατροφή των Καρπενησιωτών αλλά και των Ευρυτάνων γενικότερα γινόταν με την μπομπότα που έφτιαχναν με καλαμπόκι. Σιταρένιο ψωμί λίγο καιρό έτρωγαν γιατί δεν σπέρναμε πολλά σιτάρια. Όλα τα ποτιστικά χωράφια, αλλά και πολλά άνυδρα τα σπέρναμε καλαμπόκι. Το Φθινόπωρο που μαζεύαμε τα καλαμπόκια είχαμε τα ξεφλουδίσματα, στη συνέχεια το λιάσιμο, το στούμπισμα, το άλεσμα, οπότε το μπομποτάλευρο πήγαινε για ζύμωμα από την κάθε νοικοκυρά. Στα ξεφλουδίσματα που μαζεύονταν όλοι οι συγγενείς, γνωστοί και γείτονες στο σπίτι εκείνου που είχε τα καλαμπόκια, γινόταν γλέντι με χορό και τραγούδια. Κάθε νοικοκύρης πρόσφερε πολλές φορές φαγητό με κρέας, χυλοπίτες, πατάτες, πίτες κ.ά.
Αργότερα σταμάτησαν το φαγητό και αντί αυτού πρόσφεραν γλυκά, φρούτα ή καμιά πίτα, γιατί το φαγητό ήταν προβληματικό μέσα στα φύλλα του καλαμποκιού και τις φούντες. Και εδώ γίνονταν γνωριμίες νέων και ακολούθησαν συνοικέσια. Οι άνθρωποι βοηθιούνταν μεταξύ τους όπως φαίνεται πιο πάνω με τα ξεφλουδίσματα αλλά και γενικότερα με όλες τις δουλειές, ένω σήμερα ακόμη και στενοί συγγενείς αδιαφορούν να βοηθήσουν τον αδύνατο.

Καλλιέργειες των χωραφιών
Η καλλιέργεια των χωραφιών γινόταν με αλογοζεύγαρα ή αγελαδοζεύγαρα. Πολλοί που δεν είχαν δύο ζώα, αλλά μόνο ένα, έκαναν συνεταιρισμό με τον γείτονα που είχε και αυτός ένα (σεμπρέβανε) και έκαναν το ζευγάρι που καλλιεργούσε τα χωράφια και των δύο. Άλλοι που δεν είχαν καθόλου ζώο αλλά ούτε και χρήματα για να πληρώσουν εκείνον που είχε ζευγάρι, καλλιεργούσαν με το τσαπί τους. Έβλεπες ολόκληρη την οικογένεια με τα τσαπιά να σκάβουν το χωράφι για να ρίξουν τους σπόρους στη γη.
Το αγελαδοζεύγαριο το χρησιμοποιούσαν με ξύλινο άροτρο ενώ το αλογοζεύγαρο με σιδερένιο. Το επάγγελμα του σιδηρουργού ήταν στην πρώτη γραμμή γιατί κατασκεύαζαν τσαπιά, τσεκούρια, υνιά για τα άροτρα και όλα τα αγροτικά εργαλεία.
Ο θερισμός γινόταν με τα δρεπάνια, πολύ βαριά εργασία αν σκεφτεί κανείς τον εργάτη όλη μέρα να κόβει το σπαρτό και να το δένει δεμάτια για το αλώνισμα, όλη την ημέρα κάτω από τον ήλιο, και εδώ η βοήθεια των συγγενών, φίλων και γειτόνων, γινόταν με ευχαρίστηση.

Συμπληρωματικά ενθυμήματα

Φωτισμός της Πόλης
Στους κεντρικούς δρόμους της πόλης είχαν τοποθετηθεί πάνω σε ξύλινους στύλους μεγάλα φανάρια τα οποία έκαιγαν πετρέλαιο και φώτιζαν κατά ένα τρόπο τους δρόμους μέχρι τα μεσάνυχτα. Τα φανάρια αυτά με το σούρουπο το άναβε ο Γιώργος Φραγκαλιός (Χατζαρούλας), που ήταν υπάλληλος της Κοινότητας και την ημέρα καθάριζε τους δρόμους.
Ο Δημήτριος Τσακνιάς με το Βασίλειο Σερετάκη (Σορσώλη), όπως έχω ακούσει, θέλησαν να φωτίσουν την πλατεία με ασετυλίνη. Κατασκεύασαν έναν λέβητα, τον οποίον γέμιζαν με ασετυλίνη και τον τοποθέτησαν στο χώρο που είναι σήμερα τα δημοτικά αποχωρητήρια (Γραφείο Τουρισμού), στην πλατεία. Το πείραμά τους απέτυχε γιατί ο λέβητας ανατινάχθηκε και ευτυχώς που δεν υπήρξαν θύματα. Τον λέβητα αυτόν, από χοντρή λαμαρίνα τον θυμήθηκαν στον κήπο του θείου μου Τσακνιά.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ο Κώστας Σαϊνης με το Θανάση Κάντζιο και τον Γιάννη Ανδριτσογιάννη κατασκεύασαν εργοστάσιο ηλεκτροπαραγωγής με πετρελαιομηχανές, εκεί που σήμερα είναι το Εργατικό Κέντρο. Με ξύλινες κολώνες ηλεκτροφώτισαν τους κεντρικούς δρόμους, πλατεία κ.λ.π. Για τη λειτουργία του εργοστασίου είχαν χρησιμοποιηθεί ο Χρήστος Ρόκος, ο Αλέκος Λώλος, ο Δημήτρης Κοσκινάς και ο Σεραφείμ Θεοδωρόπουλος. Το εργοστάσιο αυτό καταστράφηκε (από τους Γερμανούς) μαζί με το υπόλοιπο Καρπενήσι.

Γκαμήλες στο Καρπενήσι
Το αλάτι και το πετρέλαιο το προμυθευόμασταν από τη Στυλίδα. Η μεταφορά γίνονταν με γκαμήλες τις θυμάμαι όταν ξεφορτώνανε στην αλαταποθήκη που ήταν εκεί που είναι σήμερα η Νομαρχία. Αργότερα τα είδη μονοπωλίου τα μετέφερε με κάρα κάποιος που ανομαζότανε Κασβίκης.

Χορωδία
Στο Γυμνάσιο από το 1933 είχαμε καθηγητή μουσικής τον κ. Τσαντήλα, έναν πολύ προοδευτικό άνθρωπο. Προσπάθησε να μάθει στα παιδιά του Γυμνασίου όργανα μουσικής (κιθάρα - βιολί, μαντολίνο). Οργάνωσε μαθητική χορωδία αλλά και εξωσχολική, την οποία αποτελούσαν επαγγελματίες κυρίως. Η χορωδία αυτή με πολλά τραγούδια εμφανίστηκε πολλές φορές στο μεγάλο καφενείο "Ομόνοια" στην πλατεία και καταχειροκροτήθηκε από τους Καρπενησιώτες, οι οποίοι την παρακολουθούσαν εντελώς δωρεάν σχεδόν μια κυριακή το μήνα.

Για τους νερόμυλους
Εκεί που αναφέρω τους 4 μύλους στη Λαγκαδιά με έχουν πληροφορήσει ότι ήταν ακόμη 2 - 3: του Καπλάνη και των δύο αδελφών Καγκαρά. Επίσης ότι εκεί παλαιά λειτουργούσε και μπαρουτόμυλος, εγώ βέβαια δεν τον θυμάμαι.

Δημοσθένης Τσακνιάς, Καρπενήσι, 10 Σεπτεμβρίου 2006.

Ευρυτανικά Χρονικά, Τρίμηνο Πολιτιστικό Περιοδικό, Περίοδος Ε' Χρόνος 6ος, τεύχος Απρίλιος Μάιος Ιούνιος, Εκδόσεις «ΠΑΝΕΥΡΥΤΑΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ» Αθήνα, 2007, 37 σελ.

Η φτωχή και άγονη γη του Καζά (επαρχίας) του Καρπενησίου δεν μπορούσε να θρέψη τα παιδιά της. Η μόνη λύσις ήταν η μετανάστευσις. Άρχισε απ' τις αρχές του 17ου αι. και συνεχίζεται δυστυχώς μέχρι και σήμερα. Που πήγαν αυτοί οι άνθρωποι; Όπου εύρισκαν ψωμί. Ελάχιστοι στα καμποχώρια. Η ελονοσία και ο Τούρκος δεν άφηναν πολλά περιθώρια. Λίγοι στη Λάρισα. Αρκετοι στη Θεσσαλονίκη. Οι πολλοί στην Κωνσταντινούπολι. Τι τους τραβούσε προς τα κει;
Ένας λόγος ήταν πως η Κωνσταντινούπολις ως πρωτεύουσα μιας αχανούς αυτοκρατορίας θα έδιδε ευκαιρίες επιβιώσεως. Όλοι πηγαίναν εκεί, γιατί όχι και μεις;
Ο άλλος λόγος, ο και κυριώτερος ήταν ο εξής:
Στον προηγούμενο αιώνα (τον 16ο) ένας Αγραφιώτης, ο Σκαρλάτος, απ' τους πρώτους μετανάστες, ευνοήθηκε τόσο πολύ, ώστε κατώρθωσε να γίνει "σεϊτζής" προμηθευτής δηλ. των σουλτανικών στρατευμάτων. Έγινε ο πλουσιώτερος άνθρωπος της αυτοκρατορίας. Ποτέ δεν ξέχασε τον τόπο του. Έχτισε με εξοδά του το μοναστήρι της Τατάρνας (1556). Κατόπιν αγιογράφησε το Καθολικό της ίδιας Μονής. Εδώρησε τον χρυσοκέντητο επιτάφιο (1584) που σώζεται μέχρι σήμερα σ' αυτό το Μοναστήρι. Προίκισε αυτούς και οι επίγονοί του Ηγεμόνες της Βλαχομπογδανίας (σημερινής Ρουμανίας) το Μοναστήρι αυτό με κτήματα στην Ρουμανία και στην περιοχή της Κωνσταντινουπόλεως. Απέραντες εκτάσεις στην Μικρασιατική πλευρά, στην περιοχή της Χαλκηδόνος δόθηκαν στο Μοναστήρι της Τατάρνας.
Εύφορα χωράφια, που όμως ήθελαν καλλιεργητές. Δόθηκε η πρώτη ευκαιρία. Αγραφιώτες και Καρπενησιώτες (δεν λέγω Ευρυτάνες γιατί η ονομασία αυτή ήταν άγνωστη τότε) έφθασαν για να καλλιεργήσουν την γη. Δημιουργήθηκαν δυό χωριά το Μπουγιούκ Μπακάλκιοϊ (Μεγάλο Μπακαλοχώρι) και το Κιουτσούκ Μπακάλκιοϊ (Μικρό Μπακαλοχώρι). Γιατί όμως ονομάστηκαν Μπακαλοχώρια αφού σαν μόνη επίδοσι είχαν την καλλιέργεια της γης; Τα παιδιά τους και τα παιδιά των παιδιών τους δεν αρκέσθησαν μόνο στις αγροτικές εργασίες. Η Κωνσταντινούπολις ήταν κοντά. Άρχισαν να πηγαινοέρχονται και να ασχολούνται με την μπακαλική. Αργότερα όλο το "εσνάφιον" (ή συντεχνία) των μπακάληδων απετελείτο από Καρπενησιώτες. Για πολλά χρόνια. Μέχρι και το 1964. Οπότε η αυλαία έπεσε. Για πάντα...
Δέχθηκε λοιπόν η Κωνσταντινούπολης τα παιδιά των Αγράφων και του Βελουχιού. Απ' αυτά πολλοί έγιναν μεγάλοι και τρανοί. Μερικοί όμως έγιναν ακόμα τρανώτεροι. Έγιναν μάρτυρες. Πότισαν και άγιασαν τα χώματά της με το τίμιον αίμα τους. Ξεπλήρωσαν με τον καλύτερο τρόπο την οφειλή της φιλοξενίας. Αν σκαλίσεις λίγο το χώμα της Κωνσταντινουπόλεως θα αναβλύσει αίμα νεομαρτύρων. Ο Κεράτιος και ο Βόσπορος φαίνονται γαλάζιοι, αλλά δεν είναι. Είναι κόκκινοι απ' τα αίματα αυτών που ωμολόγησαν Χριστόν κάτω απ' το ρουθούνι του Σουλτάνου. Τα μαρτυρολόγια της Εκκλησίας μας είναι γεμάτα από Νεομάρτυρες που "ξίφει ετελειώθησαν" στην Κωνσταντινούπολι. Απ' όλα τα μέρη της Ρωμιοσύνης. Και, τι ευλογία αλήθεια! Και από τα μέρη των Αγράφων και του Καρπενησίου. Αρκετοί εξ ων πρώτος.
Νικόλαος ο Παντοπώλης.
Γεννήθηκε στο Καρπενήσι το 1656 περίπου. Το Καρπενήσι τότε ήταν η έδρα της επισκοπής Λιτζάς και Αγράφων, υπό τον Μητροπολίτην Λαρίσης. Οι γονείς του ήσαν ευσεβείς και φιλόθεοι. Παρ' όλη τους τη φτώχεια έστειλαν τον νεαρό Νικόλαο σε σχολείο, όπου έμαθε τα Ιερά Γράμματα. Ο πατέρας του, λόγω ενδείας, έφυγε νωρίς για την Κωνσταντινούπολι και έγινε μπακάλης. Όταν ο Νικόλαος έγινε 15 ετών ήλθε ο πατέρας του και τον πήρε μαζί του στην Πόλι. Την εποχή εκείνη υπήρχε μια σχετική ασφάλεια στους δρόμους. Τα καραβάνια ήσαν πολυάνθρωπα και ωργανωμένα, υπήρχαν χάνια για διανυκτερεύσεις, ακολουθούσαν ένοπλοι άνδρες. Υπάρχουν πληροφορίες ότι τακτικά, κάθε ένα μήνα ή δύο, ξεκινούσε καραβάνι με καμήλες απ' το Καρπενήσι για την Πόλι. Το ταξίδι διαρκούσε 31 χάνια ή τριάντα ένα μερόνυχτα. Ένα μήνα δηλαδή. Με τα καραβάνια έστελναν τα παιδιά τους στην Πόλι όπου και τα παρελάμβαναν συγγενείς ή πατριώτες. Οι γυναίκες και τα μικρά έμεναν πάντα στο χωριό. Έστελναν δώρα στους ξενιτεμένους ό,τι δεν μπορούσε να σαπίση ή να χαλάση (Να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγιάζει, λέει το δημοτικό τραγούδι).
Τα καραβάνια ξεκινούσαν από Καρπενήσι σχεδόν άδεια, τι να στείλουν παρά κάποιες προβέντες και κανένα γράμμα; Γυρνούσαν όμως γεμάτα πραμμάτειες και καλούδια (κοιμήσου και παρήγγειλα στην Πόλι τα προικιά σου... λέγει το νανούρισμα). Χαλκώματα, μύλους του καφέ, μπαχαρικά απ' το Μισίρ Τσαρσί και ό,τι άλλο καλό μπορούσε να βάλη ο νους σου. Μαζί έρχονταν και οι ξενιτεμμένοι για να δουν για τελευταία φορά γέροντες γονείς, προσφιλή πρόσωπα, για να βρουν μια καλή νύφη, να σκαρώσουν κανένα παιδί ακόμη, για να αποσυρθούν για πάντα ύστερα από ζωή τυραγνισμένη στη θαλπωρή της οικογένειας που τόσο στερήθηκαν.
Δεν επέστρεφαν όλοι. Πολλοί δημιουργούσαν οικογένειες στην Πόλι και έμεναν εκεί για πάντα.
Μέγα γεγονός ήταν η άφιξις στο χωριό ενός ξενιτεμένου στην Πόλι. Η άφιξίς του έπαιρνε διαστάσεις ηρωικές. Η παροιμία το λέγει, Από την Πόλι ερχομαι και στην κορφη καν έλα = έλα να με προϋπαντήσεις στην κορυφή του χωριού, στο διάσελο, όχι κανέλλα, το γνωστό μπαχαρικό).
Σώζονται ακόμη ανά την Ευρυτανία μέσα σε παλιούς Ναούς Ιερές Εικόνες, δισκοπότηρα, επιτάφιοι, μανουάλια, οικιακά σκεύη χάλκινα, ασημικά περίτεχνα φερμένα ή σταλμένα από την Πόλι, παραγωγή Χριστιανών - ανδρών και γυναικών - μέσα στα φημισμένα εργαστήριά της.
Φύγαμε λίγο από το θέμα, άλλ' εν γνώσει.
Επανερχόμεθα:
Φθάνει ο νεαρός Νικόλαος στη Πόλι, και πριν καλά - καλά καταλάβει που βρίσκεται, πριν αποθαυμάσει τα μνημεία και τις εκκλησιές της, μπαίνει στη δουλειά. Βοηθός του πατέρα του στο μπακάλικό του στο Ταχτά - Καλέ. Ο απλούς πατέρας του θέλησε να μορφώση τον Νικόλαο στην τουρκική γλώσσα. Για να μπορεί να συνενοήται μ' όλους τους πελάτες του μπακάλικου, Ρωμιούς και Τούρκους. Το να μιλήσει τα τούρκικα ήταν εύκολο γιατί αυτή η γλώσσα προφορικός μαθαίνεται εύκολα. Το δύσκολο ήταν να διαβάζη τα τούρκικα. Και τούτο γιατί τότε γραφόνταν με την αραβική γραφή, από τα δεξιά στ' αριστερά, χωρίς φωνήεντα. Χρειαζόταν πολύς καιρός για να μπορη κανείς να διαβάζη άνετα.
Απέναντι στο μπακάλικο είχε το μαγαζί του ένας μπαρπέρης (κουρέας). Ήταν φίλος του πατέρα του Νικόλαου.
Ήταν Αγαρηνός και φαίνεται ότι ήξερε να διαβάζη (γιατί και οι περισσότεροι Τούρκοι ήσαν εντελώς αναλφάβητοι). Ανέθεσε λοιπόν στο "φίλο" να μάθη τον Νικόλαο την τουρκική γλώσσα και γραφή. Το σφάλμα του πατέρα ήταν ότι πίστεψε πως ο Τούρκος μπορει να γίνει φίλος. Οι παληοί έλεγαν ότι ο Τούρκος την φιλία την εχει στο γόνατο, όποτε θέλει την κλωτσάει.
Τέχνη λοιπόν του διαβόλου απεδείχθη αυτή η σπουδή και βιασύνη του πατρός του Νικολάου.
Άρχισαν τα μαθήματα. Το μυαλό του Νικολάου ήταν ξυράφι. Ευφυΐα, εξυπνάδα, μνήμη. Μαθαίνει τόσο γρήγορα, που θαυμάζει ο μπαρμπέρης. Θαυμάζει και ολίγον κατ' ολίγον ο θαυμασμός μεταβάλλεται σε φθόνο για το πανέξυπνο ρωμιόπουλο. Φθονεί και μελετά κενά. Πως να τουρκέψη τον νεαρό Νικόλαο. Δεν άργησε να βρη τον τρόπο, συνεργούντος και του διαβόλου.
Ακούστε τί μηχανεύεται ο κατάρατος.
Στα χρόνια εκείνα (φεύγουμε για λίγο απ' την ιστορία μας αλλά θα επανέλθουμε σύντομα), στα χρόνια εκείνα, λέγω, η μεγάλη μάστιγα των Χριστιανών ήταν το παιδομάζωμα. Κάθε πέντε χρόνια έβγαινε ο Τούρκος παγανιά και μάζευε τα καλύτερα χριστιανόπουλα. Τα συγκέντρωνε στην Κ/πολι και τα τούρκευε. Τους έκανε πλύσι εγκεφάλου και έτσι καταντούσαν να γίνουν οι φοβερότεροι χριστιανομάχοι και εχθροί ωρκισμένοι του ίδιου τους του Γένους. Με τον καιρό απέκτησαν μεγάλη δύναμι. Ανέτρεπαν και Σουλτάνους ακόμη. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος των Χριστιανών.
Ήσαν οι Γενίτσαροι.
Μ' αυτούς λοιπόν τους θηριογνώμονες συνενοήθηκε ο μπαρμπέρης και έστησε την παγίδα. Μιάν ημέρα κάθισε και έγραψε σ' ένα χαρτί το σαλαβάτι, την ομολογία δηλαδή της πίστεως των. Κάτι σαν το δικό μας Σύμβολο της Πίστεως. Έρχεται ο Νικόλαος για να κάμη το συνηθισμένο μάθημα. Παρόντες και αρκετοί Γενίτσαροι, "μιλημένοι". Δίδει ο μπαρμπέρης στον Νικόλαο το σαλαβάτι για να το αναγνώση. Με απλότητα εκείνος το διαβάζει μεγαλοφώνως. Νομίζει ότι είναι μάθημα. Ούτε πέρασε καν από το μυαλό του ότι επρόκειτο περί σκευωρίας.
Μόλις τελείωσε η ανάγνωσις, άρχισαν οι Γενίτσαροι να κραυγάζουν θριαμβευτικά, σαν μια δαιμονική συμφωνία και να λέει:
"Νικόλαε έγινες πια Τούρκος. Διάβασες το σαλαβάτι, ωμολόγησες την πίστι μας, άρα τούρκεψες".
Τότε μόλις κατάλαβεν ο άγιος τι συνέβη. Εννόησε το άτιμό τους τέχνασμα και με σταθερή και υψηλή φωνή απήντησε:
"Είμαι Χριστιανός και δεν είμαι αυτό που εσείς λέτε. Εγώ οφείλω να διαβάσω ό,τι μάθημα μου δώσει ο δάσκαλος μου".
Φαίνεται ότι ο Νικόλαος μπορούσε να μιλάη τούρκικα αρκετά καλά, γιατί μάλλον απίθανον είναι οι καταγραφόμενοι διάλογοι να έγιναν στα ρωμέϊκα.
Οι μιαροί και απάνθρωποι εκείνοι άρπαξαν αμέσως το νέο και τον έσυραν βιαίως στον καϊμακάμη στον επίτροπο δηλαδή του Βεζύρη. Άλλοι φώναζαν, άλλοι ψευδομαρτυρούσαν, μεγάλη ταραχή. Μέσα στην οχλοβοή ακουόνταν αυτές οι φράσεις:
"Ο άνθρωπος αυτός, εφένδη, έκαμε σαλαβάτι, μπροστά μας. Ωμολόγησε την πίστι μας. Κι αν δεν μας πιστεύεις και θέλης να μάθης την αλήθεια δες και αυτόν τον τεσκερέ (το έγγραφο δηλαδή) στον οποίο έχει γραμμένο το σαλαβάτι και το διαβάζει κάθε ώρα και στιγμή. Και τώρα του λέμε ότι έγινε Τούρκος κι αυτός περιγελά την πίστι μας".
Ο Καϊμακάμης του λέγει:
"Γιατί, Νικόλαε, αφού έγραψες το σαλαβάτι και το αναγινώσκεις, ύστερα δεν γίνεσαι Τούρκος;"
Ο Νικόλαος, παρ' όλο το νεαρό της ηλικίας του, ουδόλως εδείλιασε. Με σωφροσύνη και θάρρος διηγείται λεπτομερώς τί συνέβη.
Ο Καϊμακάρης όμως βρήκε την ευκαρία της ζωή του. Να κάμη έναν Χριστιανό, Τούρκο. Και μάλιστα έναν νέο. Γι' αυτό είτε απελογήθη ο Νικόλαος είτε όχι, έμεινεν αδιάφορος, σαν να ήταν κουφός. Αυτός συνεχίζει τα δικά του. "Επειδή, Νικόλαε, ανέγνωσες το σαλαβάτι, πρέπει οπωσδήποτε να γίνης Τούρκος. Εγώ θα σου δώσω μεγάλο αξίωμα, θα σε τιμήσω και θα σε δοξάσω μέσα στ' ανάκτορα".
Απτόητος ο Άγιος απαντά:
"Εγώ είμαι Χριστιανός και τον Χριστό μου μόνον πιστεύω ως Θεόν αληθινόν. Οι τιμές και τα αξιώματα δεν μου χρειάζονται. Εγώ τον Χριστό μου δεν τον αρνούμαι". Διηγούμενος αυτή την ιστορία θαυμάζω, αδερφοί μου, την παρρησία, την σωφροσύνη, την ανδρεία αυτού του νεαρού παιδιού.
Ήταν δεν ήταν δέκα έξη ετών. Είχε τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, την χάρι του Κυρίου. "Εγώ γαρ δώσω υμίν σοφίαν και δύναμιν, η ου δυνήσονται αντιστήναι πάντες οι αντικείμενοι υμίν". Άλλ' όσους επαίνους κι αν προσκομίσω ουδέν προσφέρω. Μειώνω μάλλον τον Άγιον. Διό και εν συνοχή καρδίας τον ακολουθώ στο μαρτύριο του.
Βλέποντας ο Καϊμακάμης το αμετάθετον της γνώμης του Νικολάου και ότι δεν κατορθώνει τίποτε προστάζει να δέσουν τα χέρια του πισθάγκωνα σ' ένα στύλο του Σεραγιού. Καλά δεμένος ο Άγιος δεν μπορούσε ούτε να κινηθή ούτε να αντιδράση. Ξεσκίζουν τα ρούχα του και του κάνουν σινέτι τουτέστι περιτομή. Νόμιζεν ο άθλιος ότι έτσι, προ του τετελεσμένου γεγονότος, θα επείθετο και θα ωμολογούσε την θρησκεία τους ως αληθινή. Και δεν τους έφθασεν αυτή η αισχρή πράξις. Τον περιγελούσαν κι όλας όλοι οι παρόντες. Του έλεγαν:
"Εσύ, Νικόλαε, διάβασες την ομολογία μας, έκαμες σαλαβάτι και εμείς σου κάνουμε σινέτι (περιτομή). Έγινες πλέον Τούρκος".
Αλλ' ο μακάριος και ευλογημένος εκείνος νεανίας περισσώς έκραζε:
"Ψέμματα λέτε, εγώ είμαι Χριστιανός και στον Χριστόν μου μόνον πιστεύω".
Λυσσασμένος ο Καϊμακάρης που ρεζιλεύεται από ένα έφηβο και τίποτε δεν έκαμε με την περιτομή, διατάζει και τον ρίχνουν στη φυλακή των κακούργων. Εκεί παρέμεινε νηστικός επί δέκα πέντε ολόκληρες μέρες. Τέλος εδέησε και τον βγάζουν απ' τα μπουντρούμια. Τον παρουσιάζουν πάλι ενώπιον του Καϊμακάμη. Αυτός περιμένει να του φέρουν μπροστά του ένα ράκκος, ένα νηστικό εξαθλιωμένο παιδί που ζητάει έλεος, συγχώρεσι και φαγητό.
Παραδόξως παρουσιάζεται ένας Νικόλαος φαιδρός και χαριέστατος. Οι παρευρισκόμενοι έκραυγαζαν: "Ή Τούρκος να γίνη ή να θανατωθή".
Τον ρωτάει εκ νέου ο Καϊμακάμης αν τυχόν μετανόησε ύστερα από τόσες στερήσεις και αποδέχεται την θρησκεία του Μωάμεθ. Ο γενναίος εκείνος με ακόμη μεγαλύτερη τόλμη και με όλη την δύναμι του φωνάζει:
"Χριστιανός είμαι και στον Χριστό μου πιστεύω. Δεν αρνούμε τον Χριστό μου έστω και αν με βασανίσετε με μύρια βασανιστήρια".
Ύστερα απ' αυτά είδαν και απόειδαν ότι ο άγιος δεν μεταπείθεται, τον φυλακίζουν και πάλι. Εκεί θα βάλει μυαλό, σκέφτηκαν. Συχνά - πυκνά τον δέρνουν με ραβδισμούς επώδυνους και ανυπόφορους.
Καθ' ον χρόνον ευρίσκετο ο άγιος στη φυλακή, ο ιδιοκτήτης του μπακάλικου του πατέρα του, λυπήθηκε δήθεν τον νέο. Ήταν Τούρκος και εύκολα μπήκε στη φυλακή. Συναντά τον Άγιο. Του υπόσχεται πως αν γινόταν Τούρκος, θα γλύτωνε τη ζωή του. Επί πλέον θα του έδιδε ως σύζηγο την θυγατέρα του καθώς και προίκα υπέρογκη. Μεγάλη παγίδα κι αυτή. Δεν πιάστηκε όμως ο Άγιος. Του απήντησε με ήρεμη και γαλήνια φωνή:
"Ευχαριστώ για την πρότασι σου. Αλλά μάθε πως πλούτο μεγάλο στην καρδιά μου έχω την πίστι του Χριστού μου".
Έφυγεν άπρακτος. Μετά από μερικές μέρες έρχεται νέα προσταγή του Καϊμακάμη. Να αποφυλακισθή ο Άγιος και να παρουσιασθή στον Ανώτερο κριτή. Παρουσιάζεται.
Βλέποντας ο Κριτής μπροστά του ένα νεαρό του οποίου το πρόσωπο απήστραπτε από την Θεία Χάρι, άρχισε με πολλήν - σατανική - ηρεμία να τον κολακεύη και να του υπόσχεται μύρια όσα καλά, αν εγίνετο Μωαμεθανός. Ο Άγιος και πάλι σταθερά επαναλαμβάνει:
"Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω να αποθάνω. Γιατί αργείτε και δεν με θανατώνετε όσον γίνεται γρηγορότερα;"
Μετά την σταθερή αυτή ομολογία ήλθεν η διαταγή του Κριτού. Να αποκεφαλισθή. Ο Έπαρχος συνοδευόμενος από φανατισμένο όχλο οδηγεί τον Άγιο στον Ταχτά - Καλέ. Μπροστά στο μαγαζί του πατέρα του.
Ο Άγιος ήτο όλος χαρά γιατί θα μαρτυρούσε για το Χριστό του. Δεν δείλιασε καθόλου μπροστά στον θάνατο, παρά το νεαρό της ηλικίας του. Βάδιζε σαν να πήγαινε σε γάμο και το πρόσωπό του άστραφτε σαν το πρόσωπο του πρωτομάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου.
Το κούτσουρο στήθηκε. Ο τζελάτης (ο δήμιος δηλαδή) τον γονάτισε. Ο Μάρτυς ακούμπησε το κεφάλι του στο κούτσουρο. Άπλωσε όσο μπορούσε περισσότερο το λαιμό του για να διευκολύνη τον δήμιο. Το βαρύ ξίφος υψώθηκε, άστραψε στις ακτίνες του ηλίου, και έπεσε με δύναμι στον τρυφερό τράχηλο αυτού του ηρωϊκού παιδιού.
Το ωραίο εκείνο εφηβικό κεφάλι αποχωρίστηκε και κύλισε. Το σώμα σπαρτάρισε για λίγο και έπεσε...
23 Σεπτεμβρίου του 1672ου σ.ε. ημέρα Δευτέρα. Η διαταγή του Κριτού ήταν αυστηρή. Το σώμα και το κεφάλι θα παραμείνουν άταφα επί μέρες, για φόβητρο των Χριστιανών.
Επί τρία μερόνυχτα οι πάντες έβλεπαν ένα θείο φως να κατέρχεται και να φωτίζη κατά τρόπο θαυμαστό το Άγιο Λείψανο. Οι αγαρηνοί φρουροί τρομαγμένοι και ταραγμένοι από το γεγονός, διέδιδαν οι ανόητοι ότι ο Θεός, ρίχνει φωτιά για να το κατακαύση.
Μετά τις τρεις μέρες οι Χριστιανοί πλήρωσαν χρήματα πολλά στους κρατούντες και έτσι πήραν την άδεια να συστείλουν το τίμιον λείψανον του Αγίου. Με μεγάλη κατάνυξι αλλά και πολύ θάρρος το έβαλαν σε ψαροκάϊκο χριστιανικό και το μετέφεραν στο νησί της Χάλκης. Εκεί το έθαψαν στο μοναστήρι της Παναγίας.
Μετά από χρόνια, άγνωστο πόσα, έγινε η ανακομιδή των τιμίων του Μάρτυρος Λειψάνων. Ανέδωσαν άρρητον ευωδία. Η ανακομιδή έγινε από Αγιορείτες πατέρες γι' αυτό και τα περισσότερα των Τ. Λειψάνων βρίσκονται σε δύο μονές του Αγ. Όρους, την Μονή Ξηροποτάμου και την Μονή Γρηγορίου. Η κάτω σιαγών ευρίσκεται στην Μονή Προυσού, τεμάχιον δε οστού στη Μονή Τατάρνης.
Ναός του Αγίου υπάρχει στο Καρπενήσι. Η μνήμη του είναι για την πόλι επίσημος αργία. Τιμάται ιδιαιτέρως υπό των κατοίκων ως προστάτης της πόλεως και θαυματουργός.
Και πολύ δικαίως.

Οι Άγιοι μας, Εκδόσεις Ιεράς Μονής Παναγίας Τατάρνης Ευρυτανίας, 58 σελ.

 
Hide Thumbs First Previous Pause Next Last
Slideshow speed: 5 seconds
 
1
  • 99
    Ας περιηγηθούμε στα μνημεία - προτομές της πόλης.
  • 100
    Η προτομή του Μάρκου Μπότσαρη στην ομώνυμη κεντρική πλατεία της πόλης. Κάποτε κοίταζε προς το Κεφαλόβρυσο (όπως πρέπει μιας και κει έπεσε), αλλά λόγω τουριστικής κίνησις κοιτάζει τη πλατεία (μην θεωρηθεί άξεστος στους ξένους).
  • 101
    Μάρκος Μπότσαρης. Έργο του Ι. Κουλούρη, 1925.
  • 102
    Ο μέγας του γένους Διδάσκαλος, Όσιος Ευγένιος ο Αιτωλός (1597 - 1682), στο προαύλιο του ναού της Αγίας Τριάδας.
  • 103
    Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης στον Ξηριά (Προφήτη Ηλία).
  • 104
    Ο Αντώνης Κατσαντώνης στην ομώνυμη πλατεία της Νεράιδας.
  • 105
    Αντώνης Κατσαντώνης (1775-1808).
  • 106
    Το μνημείο του Μάρκου Μπότσαρη στο Κεφαλόβρυσο.
  • 107
    Ο Μάρκος Μπότσαρης (1790 - 1823).
  • 108
    Κεφαλόβρυσο. Το παλιό μνημείο του Μάρκου Μπότσαρη ανατολικά του Καρπενησιώτη ποταμού.
  • 109
    Κεφαλόβρυσο. Η αγάπη των ξενιτεμένων Καρπενησιωτών για το δάσος, ποίημα σε μαρμάρινη πλάκα.
  • 110
    Οδός Ζηνοπούλου. Η προτομή του Ευρυτάνα πολιτικού Γεωργίου Καφαντάρη (1878-1946), ο οποίος στη πολύχρονη καριέρα του χρημάτισε και πρωθυπουργός της Ελλάδας.
  • 111
    Γεώργιος Καφαντάρης (1878-1946).
  • 112
    Το μνημείο πεσόντων Καρπενησιωτών κατά τους Βαλκανικούς πολέμους, δίπλα από το κτίριο της Αστυνομίας.
  • 113
    Ο νομοδιδάσκαλος Κωνσταντίνος Τριανταφυλλόπουλος (1881 - 1966) στη κεντρική πλατεία.
  • 114
    Ο Άγνωστος Στρατιώτης στη κεντρική πλατεία του Καρπενησίου.
  • 115
    Ο πεζόδρομος του Κοσμά Αιτωλού. Εδώ βρίσκονταν η Ταβέρνα των αδερφών Κοτοπάνου. Συγκεκριμένα ανάμεσα των δύο καταστημάτων στο βάθος. Πάνω από την ταβέρνα υπήρχε τότε το ταχυδρομείο. Στις 3 Ιανουαρίου του 1942 υπό χιονόπτωση και ώρα οχτώ το βράδυ, ο Άρης Βελουχιώτης συναντιέται στη ταβέρνα με στελέχη του Ε.Α.Μ. του νομού για σύσκεψη κάτω από την μύτη των κατακτητών. Εδώ συζήτησαν εκτός των άλλων, την ανάγκη για ένοπλη αντίσταση κατά των κατακτητών.
  • 116
    Οδός Εθνικής Αντιστάσεως. Στο κέντρο της φωτογραφίας υπήρχε το Δημοτικό Σχολείο Καρπενησίου. Σε αυτό λειτούργησε το Παιδαγωγικό Φροντιστήριο Στερεάς της Π.Ε.Ε.Α. (Κυβέρνηση βουνού) το 1944. Διακρίνεται η μαρμάρινη αναμνηστική πλάκα εντοιχισμένη στον τοίχο.
  • 117
    Οδός Εθνικής Αντιστάσεως. Η μαρμάρινη αναμνηστική πλάκα.
  • 118
    Στον ίδιο χώρο (πρώην Δημοτικό Σχολείο) σήμερα υπάρχει το μνημείο του Αθανάσιου Καρπενησιώτη.
  • 119
    Στο προαύλιο του Γυμνασίου - Λυκείου βρίσκεται η προτομή του Νίκου Ζωγραφόπουλου (Δώρη Άνθη), 1921 - 1945. Ποιητής, λογοτέχνης και Καπετάνιος του 42ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ. Γεννήθηκε στην Τατάρνα της Ευρυτανίας το 1921 και σκοτώθηκε στα Δεκεμβριανά στις 3-1-1945.
  • 120
    Νίκος Ζωγραφόπουλος (Δώρης Άνθης).
  • 121
    Το μνημείο της μάχης του Καρπενησίου 19-21/1/1949 στο λόφο του Αγίου Δημητρίου.
  • 122
    Οι προτομές των πιλότων Παναγιώτη Τσούκα και του Αμερικανού Selden R. Edner οι οποίοι καταρρίφθηκαν στις 20 Ιανουαρίου 1949 κατά την κατάληψη του Καρπενησίου από τον Δ.Σ.Ε.. Το Harvard εβλήθην από πυρά των ανταρτών και αναγκάστηκε να προσγειωθεί στη θέση Άγιος Γεώργιος. Οι προτομές βρίσκονταν αρχικά στην πλατεία "Παύλου Μπακογιάννη" αλλά προ εικοσαετίας μεταφέρθηκαν στο νεκροταφείο της πόλης.
  • 123
    Ένα μνημείο που ήταν τοποθετημένο και αυτό στη πλατεία "Παύλου Μπακογιάννη" και το οποίο αποσύρθηκε. Πολύς λόγος έγινε για το συγκεκριμένο μνημείο στο βωμό της πολιτικής εκμετάλλευσης. Κατασκευάστηκε για προπαγανδιστικούς λόγους, όπως επίσης και τα απεικονιζόμενα πρόσωπα, θύματα προπαγάνδας ήταν. Σήμερα βρίσκεται σε εργοστάσιο μαρμάρων για την επισκευή του και επανατοποθέτησή του στο Συνεδριακό Κέντρο της πόλης.
  • 124
    Χρυσόστομος Καραπιπέρης. Ο πρόδρομος του Καποδίστρια 2...
  • 125
    Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος στο προαύλιο της Νομοαυτοκρατορίας.
  • 126
    Ο Γεώργιος Ζηνόπουλος στο προαύλιο της Νομοαυτοκρατορίας.
  • 127
    Η προτομή του Αντισμήναρχου Ιωάννη Κ. Γαλανού, βόρεια του 2ου Δημοτικού Σχολείου.
  • 128
    Ο Παύλος Μπακογιάννης στην ομώνυμη πλατεία της πόλης.
  • 129
    Πλατεία "Παύλου Μπακογιάννη".

  • 188
    Το ιστορικό Κεφαλόβρυσο δεξιά κάτω χαμηλά.
  • 189
    Το μνημείο του Μάρκου Μπότσαρη στο ιστορικό Κεφαλόβρυσο. Απέναντι (αριστερά), βρίσκονταν το "κουλούρι" (μαντρότοιχος) του Καραγιάννη, όπου σκοτώθηκε ο μεγάλος στρατηγός.
  • 190
    Στο κέντρο της φωτογραφίας το "κουλούρι" (μαντρότοιχος) του Καραγιάννη, σημείο όπου έπεσε ο Μάρκος Μπότσαρης.
  • 191
    Μάρκος Μπότσαρης.
  • 192
    Το μνημείο του Μάρκου Μπότσαρη.
  • 193
    Το αμφιθέατρο εκδηλώσεων στο Κεφαλόβρυσο.
  • 194
    Ο Καρπενησιώτης ποταμός με τα ξυλογέφυρα στο ύψος του Κεφαλόβρυσου.
  • 195
    Ο Καρπενησιώτης ποταμός.
  • 196
    Το Κεφαλόβρυσο ντυμένο με τα χρώματα του φθινοπώρου.
  • 197
    Το παλιό μνημείο της μάχης στο Κεφαλόβρυσο.
  • 198
    Το κεφαλόβρυσο της ομώνυμης πηγής.
  • 199
    Το Κεφαλόβρυσο Καρπενησίου.
  • 200
    Κεφαλόβρυσο. "ΜΕΡΙΜΝΗ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΚΑΡΠΕΝΗΣΙΩΤΩΝ ΤΟ ΒΕΛΟΥΧΙ. Η ΠΡΟΣΧΕΥΧΗ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ. ΣΤΙΧΟΙ ΜΑΡΙΑΣ ΜΠΟΠΑΣΗ".
  • 201
    Οι τεχνητές λιμνούλες στο Κεφαλόβρυσο.
  • 202
    Κτίσματα μιας άλλης εποχής.
  • 203
    Κεφαλόβρυσο. Παλιά κτίσματα.
  • 204
    Το δημοτικό κατάστημα στο Κεφαλόβρυσο.
  • 205
    Κεφαλόβρυσο. Το παλιό μνημείο.
  • 206
    Η μικρή πέτρινη γέφυρα νότια του Κεφαλόβρυσου.
  • 207
    Η μικρή πέτρινη καμάρα..
  • 208
    Η "Μεγάλη Διασέλα" Ν.Α του Κεφαλόβρυσου. Από εδώ εξόρμησαν τα τμήματα για να χτυπήσουν τα υπόλοιπα εχθρικά στρατόπεδα.
  • 209
    Η "Μεγάλη Διασέλα" όπως "κατεβαίνει" από τον Κώνισκο (1408μ.).
  • 210
    Το γεφύρι του "Δεσπότη" (1814 - 1997) που υπήρχε ανατολικά του Κεφαλόβρυσου, στον Καρπενησιώτη ποταμό κοντά στη συμβολή του με το "κλαρωτό" ρέμα. Χτίστηκε τον Ιούλιο του 1814 με δαπάνη του Επισκόπου Λιτζάς και Αγράφων Δοσιθέου. Εξ ου και το όνομά του. Έπεσε το βράδυ στις 12/1/1997 κατά τις μεγάλες βροχοπτώσεις των ημερών εκείνων. Το νερό του ποταμού στη φωτογραφία είναι σε κανονικά επίπεδα. Τότε άγγιξε τη κορυφή του γεφυριού, με αποτέλεσμα να υποχωρήσει το αριστερό βάραθρο (βόρειο) μαζί με τον τεράστιο πλάτανο που βλέπουμε.
  • 211
    Το γήπεδο τένις στο Κεφαλόβρυσο.
  • 212
    Το πάρκο Κυκλοφοριακής Αγωγής στο Κεφαλόβρυσο.

  • 213
    Στο κέντρο του ορίζοντα το διάσελο του Αγίου Αθανασίου, όπου εισέβαλαν τα τμήματα του Δ.Σ.Ε. για την επιχείρηση του Καρπενησίου.
  • 214
    Πάνω από τα τελευταία σπίτια εισέβαλαν οι αντάρτες στο κέντρο της πόλης.
  • 215
    Η θέση "Δεξαμενή" στη κορυφή της λάκας, όπου διεξήχθησαν φονικές μάχες.
  • 216
    Και μια γενική εικόνα. Από τη θέση "Δεξαμενή" στη κορυφή της λάκας, γίνονταν η προσπάθεια διάσπασης της άμυνας του στρατού από τους αντάρτες για την κάθοδό τους στο κέντρο της πόλης
  • 217
    Φωτογραφίζουμε από την κύρια θέση των ανταρτών. Ο στρατός από τη λάκα έκανε συνεχείς εφόδους για τον διωγμό τον ανταρτών. Απέναντι ακριβώς, στα "Ρόβια", πάνω από τα σπίτια της Αγίας Παρασκευής, τα πολυβολεία και οι όλμοι του στρατού χτυπούσαν διαρκώς τις θέσεις των ανταρτών. Κατά τη διάρκεια της μάχης μετρήθηκαν 18 περίπου αιματηροί έφοδοι από τον στρατό. Οι αντάρτες λόγω οικονομίας πυρομαχικών, άφηναν τους στρατιώτες να πλησιάσουν, ανταπαντούσαν στα πυρά και αντεπετίθονταν. Η μάχη άρχισε στις 23:00 της 19ης Ιανουαρίου και διήρκεσε μέχρι και τις 03:00 της 21ης. Μετά την οριστική κατάληψη της πόλης από τους αντάρτες, συντάχθηκαν συνεργεία για τον ενταφιασμό των νεκρών. Οι περισσότεροι νεκροί, στρατιώτες, αντάρτισες και αντάρτες, βρίσκονται θαμμένοι εδώ σε τούτη λάκα ξεχασμένοι απ' όλους και απ' όλα.
  • 218
    Η θέση "Ρόβια" στη ράχη με τα φονικά πολυβολεία του στρατού (πάνω από τα σπίτια στο κέντρο της φωτογραφίας) και αριστερά η θέση "Δεξαμενή".
  • 219
    Θέση "Ρόβια". Από εδώ ο στρατός σφυροκοπούσε αδιάκοπα τις θέσεις των ανταρτών που βρίσκονταν απέναντι στη θέση "Δεξαμενή" (δεξιά στη κορυφή των σπιτιών).
  • 220
    Πολυβολείο του στρατού στη θέση "Ρόβια". Μπροστά μας ορθώνεται το Βελούχι.
  • 221
    Η περιμετρική οχύρωση του στρατιωτικού φυλακίου στη θέση "Ρόβια". Στο βάθος απλώνεται η ποταμιά του Καρπενησιώτη ποταμού και στον ορίζοντα αριστερά βλέπουμε την Χελιδόνα (1973μ.).
  • 222
    Πολυβολείο του στρατού στη θέση "Ρόβια".
  • 223
    Η συνοικία της Αγίας Παρασκευής "Τσιμποκάρο" κάτω από τα "Ρόβια". Ήταν τα πρώτα σπίτια που κατέλαβαν οι αντάρτες μετά τη κάμψη της άμυνας του στρατού στη "Δεξαμενή" προς το ξημέρωμα της 21ης Ιανουαρίου. Στο υπόγειο του ναού της Αγίας Παρασκευής, βρήκαν καταφύγιο πολίτες της συνοικίας από τις αδέσποτες σφαίρες που έπεφταν βροχή. Αντάρτες που περνούσαν από εκεί, είδαν "κίνηση" και έριξαν χειροβομβίδα μέσα στο υπόγειο, πιστεύοντας πως πρόκειται για στρατιώτες. Δυστυχώς δεν ήταν. Ανάμεσα στα θύματα υπήρξαν και παιδιά.
  • 224
    Ο λόφος του Αγίου Δημητρίου. Το απόρθητο φυλάκιο του στρατού. Έπεσε στα χέρια των ανταρτών μετά από παραπλάνηση των φρουρών του. Οι αντάρτες γνωρίζοντας το σύνθημα - παρασύνθημα, κατέλαβαν χωρίς αιματοχυσία τον στρατηγικό λόφο της πόλης.
  • 225
    Από τον λόφο του Αγίου Δημητρίου, παρατηρούμε δεξιά τα "Ρόβια", αριστερά την Αγία Σωτήρα και στο κέντρο την "Δεξαμενή".
  • 226
    Συρματόπλεγμα του στρατού που βρίσκεται μέχρι τις μέρες μας στον Άγιο Δημήτριο.
  • 227
    Εικόνα του καταρριφθέντος Havard στον Άγιο Γεώργιο. Απέναντι αριστερά τα "Ρόβια".
  • 228
    Οι πιλότοι του Havard οι οποίοι σκοτώθηκαν κατά τη πτώση του. Ο Παναγιώτης Τσούκας και ο Αμερικανός Selden R. Edner. Το Harvard εβλήθην από πυρά των ανταρτών. Οι προτομές τους βρίσκονταν αρχικά στην πλατεία "Παύλου Μπακογιάννη" αλλά προ εικοσαετίας μεταφέρθηκαν στο νεκροταφείο της πόλης.
  • 229
    Όπως αναφερθήκαμε, δεν υπήρξαν μόνο θύματα μεταξύ των αντιπάλων, αλλά και πολιτών. Όπως του μνημείου που απεικονίζει την δεκαεννιάχρονη Ευτυχία Καλύβα, η οποία στο άκουσμα ότι αντάρτες σφάζουν αδιακρίτως, πήρε τα μικρά της αδέρφια και έφυγε από το Καλεσμένο για να αποφύγει την "σφαγή" τους. Δυστυχώς υπέκυψε στο κρύο που επικρατούσε εκείνες τις μέρες. Τα δύο μικρά της αδέρφια σώθηκαν τυλιγμένα πάνω στο κορμί της.
  • 230
    Το κοινοτάφιο των εκτελεσθέντων Καρπενησιωτών στο νεκροταφείο του Καρπενησίου. Εκτελέστηκαν από έναν "επιβλέποντα" παρακρατικό στις 4 Νοεμβρίου του 1947 κατά τη μεταφορά τους για ανάκριση στη Λαμία, στη Σκάλα της Βίτωλης χωρίς καμιά αιτία.
  • 231
    Ο εμφύλιος πόλεμος άφησε έντονα τα σημάδια του στη πόλη του Καρπενησίου.

  • 232
    Περιήγηση στα πολιτισμικά μνημεία του Καρπενησίου.
  • 233
    Αριστερά (δυτικά της πόλης) διακρίνεται το Συνεδριακό Κέντρο Καρπενησίου.
  • 234
    Το Συνεδριακό Κέντρο Καρπενησίου.
  • 235
    Η Ν.Α. πλευρά του Κέντρου.
  • 236
    Η είσοδος του Συνεδριακού Κέντρου.
  • 237
    Το Αθλητικό Κέντρο Καρπενησίου στα Χατζογιανναίικα.
  • 238
    Το Αθλητικό κέντρο περιστοιχίζεται από πυκνό ελατόδασος.
  • 239
    Αθλητικό κέντρο Καρπενησίου. Στο φόντο το επιβλητικό Βελούχι (2312μ.).
  • 240
    Το μοναδικής ομορφιάς σύγχρονο Αθλητικό κέντρο Καρπενησίου.
  • 241
    Η Νομαρχιακή Αυτοκρατορία.
  • 242
    Τα ελάφια στο προαύλιο της Νομαρχίας.
  • 243
    Το Δημαρχείο του Καρπενησίου.
  • 244
    Το Δημαρχείο του Καρπενησίου στη κεντρική πλατεία.
  • 245
    Το Κολυμβητήριο Καρπενησίου.
  • 246
    Εντός κολυμβητηρίου.
  • 247
    Κολυμβητήριο Καρπενησίου.
  • 248
    Η Βασική Βιβλιοθήκη της πόλης και από κάτω το αμφιθέατρο πολιτιστικών εκδηλώσεων.
  • 249
    Το Σαλέ και το παλιό καταφύγιο του Χιονοδρομικού Κέντρου Βελουχιού (2312μ.).
  • 250
    Το παλιό γήπεδο ποδοσφαίρου Καρπενησίου.
  • 251
    Η παιδική χαρά με το μικρό γήπεδο μπάσκετ στου "Γύφτου τη Βρύση".
  • 252
    Γενικό Νοσοκομείο Καρπενησίου.
  • 253
    Η Διεύθυνση Δασών Ευρυτανίας και Δασαρχείο Καρπενησίου.
  • 254
    Το παλιό Δασαρχείο Καρπενησίου. Σήμερα στεγάζεται ο Ορειβατικός Σύλλογος Καρπενησίου.
  • 255
    Πυροσβεστική Υπηρεσία.
  • 256
    Το Δικαστικό Μέγαρο Καρπενησίου. Η δικαιοσύνη των εχόντων και κατόχων. Οι υπόλοιποι αναμένετε στις προσφορές...
  • 257
    Το γήπεδο τένις στο Κεφαλόβρυσο.
  • 258
    Το πάρκο κυκλοφοριακής αγωγής στο Κεφαλόβρυσο.
  • 259
    Νηπιαγωγείο.
  • 260
    Το 1ο Δημοτικό Σχολείο Καρπενησίου.
  • 261
    Το 2ο Δημοτικό Σχολείο Καρπενησίου.
  • 262
    Το 3ο Δημοτικό Σχολείο Καρπενησίου.
  • 263
    Το 4ο Δημοτικό Σχολείο Καρπενησίου.
  • 264
    Μπροστά μας το Τεχνικό Λύκειο και αμέσως μετά το Γυμνάσιο με το Γενικό Λύκειο.
  • 265
    Το Γυμνάσιο - Λύκειο Καρπενησίου.
  • 266
    Το Τ.Ε.Ι Δασοπονίας και Δ.Φ.Π. Καρπενησίου.

  • 267
    Η μικρή λίμνη "Λούτσα" στο Βελούχι (2312μ.) όπου τα κοπάδια των προβάτων ξεδιψούν.
  • 268
    Το Σαλέ και το παλιό καταφύγιο στο Χιονοδρομικό Κέντρο Βελουχιού (2312μ.).
  • 269
    Το "Συμπεθερικό" στο Βελούχι (2312μ.). (φωτογραφία: Γιώργος Στ. Αθανασιάς). Από την παράδοση μαθαίνουμε, ότι μια νύφη μετά τον γάμο της, πήρε για προίκα όλα όσα είχε η μάνα της στο σπίτι. Στη πορεία για το χωριό του γαμπρού και φτάνοντας σε τούτο το σημείο, θυμήθηκε πως ξέχασε να πάρει μαζί της την κλώσα με τα κλωσοπούλια. Στέλνει ανθρώπους να την πάρουν, αλλά μόλις επέστρεψαν όλοι τους μαρμάρωσαν. Η χήρα μάνα τους καταράστηκε που δεν της άφησαν τίποτα και έτσι όλο το συμπεθερικό μαρμάρωσε σε τούτο εδώ το σημείο.
  • 270
    Το εικόνισμα στη θέση "Βρυσούλα".
  • 271
    Και η "Βρυσούλα".
  • 272
    Ο Άγιος Αθανάσιος στα "Ταμπούρια του Κατσαντώνη".
  • 273
    Το εικόνισμα στα "Ταμπούρια του Κατσαντώνη".
  • 274
    Η Βρύση της "Μαργαρίτας".
  • 275
    Ο χώρος αναψυχής "Καραμέτ" δυτικά του Βελουχιού (2312μ.).
  • 276
    Η Βρύση του "Καραμέτ".
  • 277
    Το χοροστάσι στο "Καραμέτ". Το κλείσιμο Γιορτών Δάσους γίνονται εδώ με μεσημβρινό γλέντι - πανηγύρι.
  • 278
    "Καραμέτ". Η ποτίστρα των κοπαδιών.
  • 279
    Η "Μεσοχώρα" κάτω από τον "Ξηριά" Προφήτη Ηλία. Στον ορίζοντα η Ψηλή Κορυφή του Βελουχιού (2312μ.).
  • 280
    "Μεσοχώρα".
  • 281
    Εικόνισμα στη "Μεσοχώρα". Στο βάθος το Καρπενήσι.
  • 282
    Ο έρημος πλέον Νερόμυλος του Θεμελή νότια της πόλης, στον Καρπενησιώτη ποταμό.
  • 283
    Ο Μύλος του Θεμελή.
  • 284
    Το γεφύρι του "Δεσπότη" (1814 - 1997), στον Καρπενησιώτη ποταμό κοντά στη συμβολή του με το "κλαρωτό" ρέμα. Χτίστηκε τον Ιούλιο του 1814 με δαπάνη του Επισκόπου Λιτζάς και Αγράφων Δοσιθέου. Εξ ου και το όνομά του. Έπεσε το βράδυ στις 12/1/1997 κατά τις μεγάλες βροχοπτώσεις των ημερών εκείνων. Το νερό του ποταμού στη φωτογραφία είναι σε κανονικά επίπεδα. Τότε άγγιξε τη κορυφή του γεφυριού, με αποτέλεσμα να υποχωρήσει το αριστερό βάραθρο (βόρειο) μαζί με τον τεράστιο πλάτανο που βλέπουμε.

  • 285
    Οδός Ζηνοπούλου στη κεντρική πλατεία της πόλης.
  • 286
    Οι βρύσες στη πλατεία.
  • 287
    Η χιονισμένη πλατεία.
  • 288
    Η χιονισμένη πλατεία με το δημαρχείο της πόλης.
  • 289
    Και μια νυχτερινή πόζα.
  • 290
    Η οδός Αθανασίου Καρπενησιώτη με φόντο την πλατεία της πόλης.
  • 291
    Η Αθανασίου Καρπενησιώτη και πάλι
  • 292
    Ο πεζόδρομος του Κοσμά του Αιτωλού.
  • 293
    Χιονοθύελλα στη πόλη.
  • 294
    Νυχτερινή χιονοθύελλα.
  • 295
    Μια νυχτερινή βόλτα στο χιονισμένο Καρπενήσι.
  • 296
    Κεντρική πλατεία Μάρκου Μπότσαρη.
  • 297
    Οδός Γεωργίου Ζηνοπούλου.
  • 298
    Σοκάκι της πόλης.
  • 299
    Η πλατεία με το δημαρχείο της πόλης.
  • 300
    Με φόντο τον λόφο του Αγίου Δημητρίου.
  • 301
    Καρπενήσι.
  • 302
    Οδός Εθνικής Αντιστάσεως.
  • 303
    Η οδός Αθανασίου Καρπενησιώτη στο ύψος της πλατείας.
  • 304
    Το Καρπενήσι ντυμένο στα λευκά.
  • 305
    Χειμώνα στο Καρπενήσι.
  • 306
    Τα Σχολεία παραμένουν κλειστά.
  • 307
    Το λευκό πέπλο του χειμώνα στην πόλη του Καρπενησίου.

1
 
 

 

 
   
 
Όλα τα χωριά και οι οικισμοί της Ευρυτανίας μέσα από τον φωτογραφικό φακό     Όλα τα αξιοθέατα της Ευρυτανίας μέσα από τον φωτογραφικό φακό     Όλες οι ιστορικές περιοχές μέσα από τον φωτογραφικό φακό